Ο Αχμέτ Νταβούτογλου, αρχιτέκτονας της θεωρίας του «Στρατηγικού Βάθους» και πρώην υπουργός Εξωτερικών της Τουρκίας, επανήλθε στο προσκήνιο με μία πρόσφατη συνέντευξή του στην «Καθημερινή», στην οποία διατυμπανίζει έναν «ρεαλιστικό πατριωτισμό», μακριά –όπως λέει– από ηγεμονικά οράματα και τον «νεοθωμανισμό». Παρά τη διαφοροποίησή του τα τελευταία χρόνια από τον Ερντογάν, οι βασικές θέσεις του μένουν απαράλλαχτες και βαθιά προβληματικές για την πατρίδα μας.

Με φρασεολογία που παραπέμπει περισσότερο σε καθηγητή Διεθνών Σχέσεων παρά σε πολιτικό των κέντρων της εξουσίας, ο Νταβούτογλου απορρίπτει τον όρο «νεοοθωμανισμός» ως δυσφημιστικό τέχνασμα.

Κι όμως, δεν είναι παρά ο ίδιος που στο έργο του «Το στρατηγικό βάθος: Η διεθνής θέση της Τουρκίας» επεξεργάζεται ένα γεωστρατηγικό όραμα, στο οποίο η Τουρκία δεν είναι απλά μια περιφερειακή δύναμη, αλλά ο εγγυητής της νέας τάξης πραγμάτων σε Βαλκάνια, Μέση Ανατολή και Καύκασο. Δεν απορρίπτει το περιεχόμενο, απλώς αναζητά έναν πιο... εύηχο όρο.

Όταν λοιπόν χαρακτηρίζει τη «Γαλάζια Πατρίδα» ως αντίδραση στον Χάρτη της Σεβίλλης και μιλά για «παγίδευση» της Τουρκίας στον κόλπο της Αττάλειας, δεν απέχει ούτε εκατοστό από το τουρκικό αναθεωρητικό δόγμα. Όταν καλεί Ελλάδα, Τουρκία, Αίγυπτο, Συρία και Λίβανο να συγκροτήσουν μια «κοινή λέσχη» στην Ανατολική Μεσόγειο, ζητεί απλώς να αποσυντεθούν οι συμμαχίες που έχει οικοδομήσει με κόπο η Ελλάδα. Και όταν εγκαλεί την Αθήνα για «παιδαριώδεις τριμερείς», δεν απευθύνεται στους Έλληνες, αλλά στη Δύση, για να πει ότι η Τουρκία θέλει να συνεννοηθεί, αλλά η Ελλάδα δεν την αφήνει.

Αυτή η μεθοδευμένη υποκρισία δεν είναι ούτε νέα ούτε αποκλειστικό προνόμιο της κυβέρνησης Ερντογάν. Αντιθέτως, αποδεικνύει το εξής θεμελιώδες: στην Τουρκία, η εθνική στρατηγική απέναντι στην Ελλάδα αποτελεί εθνική σταθερά. Και με αυτή τη σταθερά ταυτίζονται τόσο η κυβέρνηση όσο και η αντιπολίτευση.

Η πρόσφατη συγκυρία αποκαλύπτει πλήρως αυτή τη διπλή όψη της τουρκικής διπλωματίας. Την ώρα που ο Ερντογάν επιχειρεί να αναδείξει την Τουρκία σε «ειρηνοποιό δύναμη» σε Ουκρανία, Γάζα και Συρία, στο Αιγαίο υιοθετεί το αφήγημα των «ήρεμων νερών», επικυρωμένο με... διακηρύξεις όπως αυτή των Αθηνών του 2023. Όμως, πίσω από τα «ήρεμα νερά» κρύβονται οι ίδιες θολές αξιώσεις: η αμφισβήτηση της ελληνικής υφαλοκρηπίδας, η «συνεκμετάλλευση» στο Αιγαίο, η αποστρατιωτικοποίηση των νησιών και η αποδοχή ότι η Τουρκία είναι συνδιαχειριστής στην Ανατολική Μεσόγειο.

Ο Νταβούτογλου απλώς προσφέρει την ίδια ατζέντα σε πιο... κομψή –διπλωματικά– μορφή: με επιμελημένο ύφος, χωρίς εθνικιστικές κορόνες, αλλά με το ίδιο στρατηγικό βάθος και ίσως ακόμα βαθύτερο, γιατί στηρίζεται στην ιδεολογική επεξεργασία της τουρκικής ηγεμονίας.

Η Ελλάδα δεν πρέπει να παραδίδεται στις... ήπιες τουρκικές φωνές, που στην πραγματικότητα ανακυκλώνουν την ίδια αναθεωρητική λογική. Το επιχείρημα πως «αν δεν συμφωνούμε, ας το βάλουμε σε παρένθεση και ας συνεργαστούμε» σημαίνει στην πράξη αδρανοποίηση των ελληνικών δικαιωμάτων, υπό το πρόσχημα του διαλόγου.

Οταν ο Ερντογάν προσφέρει ρόλο μεσολαβητή στην Ουκρανία και ζητά ψήφο στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ για τη Γάζα, ή όταν ο Νταβούτογλου προτείνει «κοινή λέσχη στη Μεσόγειο», δεν αποσκοπεί στην ειρήνη. Αποσκοπεί στη χειραγώγηση των εντυπώσεων, στην αποφόρτιση της διεθνούς πίεσης και στην υπονόμευση των ελληνικών συμμαχιών.

Απέναντι σε αυτή τη στρατηγική συνέπεια της Αγκυρας, η Ελλάδα οφείλει να διατηρήσει και τη δική της: συνέχιση της εθνικής αποτροπής, ενίσχυση των τριμερών συμμαχιών, διπλωματική ενεργητικότητα, αταλάντευτη προβολή του διεθνούς δικαίου.

Γιατί, είτε με τον Ερντογάν, είτε με τον Νταβούτογλου, είτε με έναν κεμαλιστή πολιτικό αρχηγό, η τουρκική στρατηγική έχει ένα μόνο πρόσημο: αναθεωρητικό και εθνικιστικό!