Η αυγή της 31ης Μαΐου βρήκε την Κωνσταντινούπολη να ασφυκτιά ξανά υπό το βάρος των χειροπέδων. Για πέμπτη φορά, σε λίγες μόλις εβδομάδες, το καθεστώς Ερντογάν εξαπέλυσε νέο κύμα συλλήψεων, στοχεύοντας αυτή τη φορά 47 στελέχη της τοπικής αυτοδιοίκησης του αντιπολιτευόμενου Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος (CHP), μεταξύ των οποίων πέντε εν ενεργεία δημάρχων και ενός πρώην βουλευτή.

Η επίθεση αυτή δεν είναι απλώς μία θεσμική εκτροπή. Είναι απόδειξη του πανικού ενός καθεστώτος που καταρρέει υπό το βάρος των ίδιων του των αντιφάσεων.

Η Τουρκία, όπως υπογραμμίζει και το πρόσφατο δημοσίευμα του «Foreign Affairs» με τίτλο «Το τέλος του Ερντογάν», δεν κυβερνάται πια από έναν ισχυρό άνδρα, αλλά από έναν τρομαγμένο ηγέτη που παλεύει με κάθε κόστος να κρατηθεί στην εξουσία. Το 55% των Τούρκων έχει ήδη αρνητική γνώμη για τον «γιαλαντζί σουλτάνο», σύμφωνα με το Pew Research Center, ενώ το κυβερνών κόμμα ηττήθηκε εμφατικά στις δημοτικές εκλογές του 2024.

Η δημοτικότητα του Εκρέμ Ιμάμογλου, δημάρχου Κωνσταντινούπολης και κατ’ εξοχήν πολιτικού αντιπάλου του Ερντογάν, παρά τη φυλάκισή του, έχει καταστεί απειλή υπαρξιακή για το καθεστώς. Οι διώξεις εναντίον του και οι μαζικές συλλήψεις των στελεχών του Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος μαρτυρούν τον φόβο και όχι τη δύναμη.

Ο Ερντογάν δεν επιδιώκει πλέον να κυβερνά με όρους δημοκρατίας, αλλά να ελέγχει με όρους απολυταρχίας. Η Τουρκία μετασχηματίζεται σε ένα κλασικό αυταρχικό κράτος όπου οι εκλογές δεν είναι εργαλείο ανανέωσης αλλά μηχανισμός παγίωσης της εξουσίας. Και όσο η δυσαρέσκεια γιγαντώνεται, τόσο περισσότερο αυξάνονται η καταστολή, οι φυλακίσεις και οι αποπομπές αιρετών. Μια ύβρις που καθιστά αναπόφευκτη τη νέμεση. Το τέλος του Ερντογάν δεν θα έρθει από τους αντιπάλους του αλλά από την ίδια τη μανία του για έλεγχο.

Την ίδια στιγμή, οι Ευρωπαίοι –με πρωτοστατούντες τους Γερμανούς, Ιταλούς, Ισπανούς και Πολωνούς– επιλέγουν να αποστρέφουν το βλέμμα. Συνεχίζουν να θεωρούν την Τουρκία έναν «αναγκαίο εταίρο» στη νέα αρχιτεκτονική ασφαλείας της Ευρωπαϊκής Ενωσης αδιαφορώντας για την κατάσταση στο εσωτερικό της. Αντί να θέσουν σαφείς όρους, να απαιτήσουν σεβασμό στο κράτος δικαίου και εγγυήσεις για τις δημοκρατικές ελευθερίες, προσφέρουν ανοχή. Ο πραγματισμός έχει παραχωρήσει τη θέση του στον κυνισμό.

Ποια Τουρκία, όμως, θέλει η Ευρώπη δίπλα της; Μια Τουρκία, που φυλακίζει αιρετούς και ποινικοποιεί την αντιπολίτευση; Ή μια Τουρκία που μπορεί να γίνει γέφυρα, όχι απειλή, για τη δημοκρατική σταθερότητα και διεθνή νομιμότητα στην Ανατολική Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή;

Οι Βρυξέλλες δεν μπορούν να συνεχίσουν να «εξαγοράζουν» τη σιωπή του Ερντογάν για το Μεταναστευτικό ή να τον βλέπουν ως «φράγμα» κατά της ρωσικής επιρροής, χωρίς να κατανοούν ότι η αυταρχική του διολίσθηση τον καθιστά στρατηγικά αναξιόπιστο.

Ο Ερντογάν είναι το πρόβλημα, όχι η λύση. Και όσο η Ευρώπη προσποιείται πως δεν το βλέπει, τόσο ενισχύει την πεποίθησή του ότι είναι άτρωτος.

Ώρα, λοιπόν, να αποφασίσουν οι Ευρωπαίοι τι είδους Τουρκία θέλουν και, κυρίως, ποια Ευρώπη οραματίζονται: Μια ήπειρο, που κλείνει το μάτι στους αυταρχικούς ηγέτες ή μια δημοκρατική δύναμη με αρχές και πυγμή;

Η επιλογή είναι υπαρξιακή. Για την Τουρκία. Αλλά και για την ίδια την Ευρώπη.