Καλοκαίρι του 1948. Στο χωριό Λια της Θεσπρωτίας, η ζωή δεν κυλούσε πια ήσυχα. Ο εμφύλιος είχε μετατρέψει τα σπίτια σε φυλάκια, τα μονοπάτια σε περάσματα τρόμου. Οι κομμουνιστικές ομάδες είχαν επιβάλει τον δικό τους νόμο. Στρατολογούσαν αγόρια, άρπαζαν μικρά παιδιά για να τα στείλουν στις «λαϊκές δημοκρατίες». Το παιδομάζωμα, μια πρακτική που παρέπεμπε κατευθείαν στην οθωμανική σκλαβιά, έσχιζε οικογένειες στα δύο.

Μέσα σε αυτό το σκηνικό, μια γυναίκα τόλμησε να αντισταθεί. Η Ελένη Γκατζογιάννη. Μάνα τριών παιδιών. Χήρα. Με μοναδικό στήριγμα τη δύναμη της ψυχής της. Όταν οι κομμουνιστές ζήτησαν να παραδώσει τον μονάκριβο γιο της, εκείνη αρνήθηκε. Προσπάθησε να τον φυγαδεύσει, μαζί με άλλα παιδιά και συγχωριανούς. Ήξερε τον κίνδυνο. Δεν έκανε πίσω.

Την συνέλαβαν. Την ανέκριναν. Την βασάνισαν. Έπειτα την έφεραν σε μια ψευτοδίκη, με το πλήθος να παρακολουθεί. Εκείνη δεν λύγισε. Δεν ικέτεψε. Στάθηκε όρθια μπροστά στους κατηγόρους της. Στις 28 Αυγούστου 1948 την εκτέλεσαν. Σαράντα ενός ετών. Άφησε πίσω της τρία ορφανά παιδιά.

Χρόνια αργότερα, ο γιος της Νικόλας έγραψε την ιστορία της. Το βιβλίο έγινε παγκόσμιο μπεστ σέλερ. Το Χόλιγουντ γύρισε ταινία. Ο τίτλος απλός: «Eleni». Η Ελλάδα, όμως, δεν δέχτηκε να φιλοξενήσει τα γυρίσματα. Ο Ανδρέας Παπανδρέου είπε όχι. Όταν η ταινία προβλήθηκε, το ΚΚΕ ξεσηκώθηκε. Διαδηλώσεις, καδρόνια, ανακοινώσεις. Λες και η ίδια η μνήμη της γυναίκας που εκτελέστηκε αποτελούσε απειλή.

Σήμερα, εβδομήντα επτά χρόνια μετά, η ιστορία της Ελένης δεν πρέπει να ξεχνιέται. Δεν είναι απλώς μια αφήγηση πολέμου. Είναι το πορτρέτο μιας μάνας που στάθηκε απέναντι στην τυραννία. Που πλήρωσε με τη ζωή της για να γλιτώσει το παιδί της από τη βία και την αρπαγή.

Αν η χώρα μας είχε ειλικρινή σεβασμό στη μνήμη, κάθε 28 Αυγούστου η κρατική τηλεόραση θα πρόβαλλε την ταινία. Όχι για να ξύνει πληγές. Αλλά για να θυμίζει τι σημαίνει αληθινό θάρρος. Για να δείχνει στα παιδιά μας ότι η ελευθερία δεν χαρίζεται, κερδίζεται με θυσίες.

Η Ελένη δεν ήταν σύμβολο. Ήταν μάνα. Και ακριβώς γι’ αυτό, παραμένει αθάνατη.