Η αναφορά του Κυριάκου Μητσοτάκη, από το βήμα της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ, την περασμένη Παρασκευή, στην ανάγκη άρσης της τουρκικής απειλής πολέμου (casus belli), η οποία παραμένει σε ισχύ εναντίον της Ελλάδας εδώ και 30 έτη, είχε τρεις αποδέκτες, δύο μείζονος και έναν ελάσσονος σημασίας: την Άγκυρα, τη διεθνή κοινότητα αλλά και την αντιπολίτευση.

Ειδικότερα, οι αντιδράσεις των κομμάτων της τελευταίας, μετά την ακύρωση της συνάντησης του πρωθυπουργού με τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν (αλλά και μετά τη συνάντηση του Τούρκου προέδρου με τον Ντόναλντ Τραμπ), προκάλεσαν αλγεινή εντύπωση σε κυβερνητικούς κύκλους.

Αυτός είναι και ένας από τους λόγους για τους οποίους ο κ. Μητσοτάκης αιτήθηκε τη διεξαγωγή προ ημερησίας διατάξεως συζήτησης σε επίπεδο πολιτικών αρχηγών για τα θέματα της εξωτερικής πολιτικής, η οποία θα πραγματοποιηθεί τις επόμενες εβδομάδες. Στο Μέγαρο Μαξίμου επικρατεί η αντίληψη ότι στα συγκεκριμένα ζητήματα υπάρχουν αρκετά θετικά παραδοτέα. Μέσω της δημόσιας συζήτησης στη Βουλή θα επιχειρηθεί είτε η απόσπαση μιας τυπικής συναίνεσης από τα κόμματα της αντιπολίτευσης –πράγμα που θεωρείται δύσκολο– είτε η ανάδειξη ότι η αντιπολίτευση αφίσταται από τις εθνικές θέσεις και τις διαχρονικές γραμμές σε καιρούς διεθνούς ρευστότητας, αβεβαιότητας και πάντα υπό τη μέγγενη της τουρκικής απειλής. Τι είπε όμως η αντιπολίτευση;

Ο ΣΥΡΙΖΑ, επί παραδείγματι, υποστήριξε ότι η παρουσία της Ελλάδας στην 80ή Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ φανερώνει πως η χώρα «υποχωρεί διεθνώς ως διπλωματικό και πολιτικό μέγεθος». Στην ίδια ανακοίνωση, το κόμμα της Αριστεράς αντιτίθεται και στα εξοπλιστικά προγράμματα της κυβέρνησης.

Το ΚΚΕ συμπέρανε ότι η αναβολή της προγραμματισμένης συνάντησης Μητσοτάκη-Ερντογάν συνδέεται «με τα παζάρια Τραμπ-Ερντογάν για τη μοιρασιά της λείας στη Μ. Ανατολή», ο Κυριάκος Βελόπουλος «ανακάλυψε» ότι ο πρωθυπουργός είναι «ανεπιθύμητος» από τους Τραμπ και Ερντογάν, ενώ η Νίκη κατήγγειλε την κυβέρνηση για διγλωσσία και «επικίνδυνη επιπολαιότητα».

Γι’ αυτό στη χθεσινή ανάρτησή του ο κ. Μητσοτάκης έκανε λόγο για εγχώριες φωνές της μεμψιμοιρίας και του «“όχι σε όλα” και του “ναι στο τίποτα”» που, όπως σημείωσε, «δεν βλέπουν ούτε θέλουν μια ισχυρή Ελλάδα».

Ακόμα, ενώ στην Ελλάδα ορισμένοι αποθέωσαν τον Ταγίπ Ερντογάν για τα όσα «αποκόμισε» από τη συνάντησή του με τον Ντόναλντ Τραμπ, στην Τουρκία συμπολιτευόμενοι και αντιπολιτευόμενοι μοιάζουν να έχουν διαφορετική άποψη. Χαρακτηριστικό είναι ότι ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης και επικεφαλής του κόμματος CHP, Οζγκιούρ Οζέλ, υποστήριξε ότι η χώρα του υποβιβάστηκε από στρατηγικό σύμμαχο σε «πελάτη», αφήνοντας μάλιστα αιχμές για σιωπή και παραχωρήσεις.

Χθες, ο υπουργός Εξωτερικών, Χακάν Φιντάν, δήλωσε ότι η διαδικασία αδειοδότησης των κινητήρων για το Kaan (το μαχητικό αεροσκάφος πέμπτης γενιάς που αναπτύσσει η Άγκυρα μετά την αποβολή της από το πρόγραμμα των F-35) έχει μπλοκάρει λόγω του Κογκρέσου και των κυρώσεων CAATSA. Γι’ αυτό και ο ίδιος κράτησε πολύ χαμηλούς τόνους, καθώς το ζήτημα φαίνεται ότι έχει πολύ δρόμο ακόμα, χωρίς να είναι σαφές ποια θα είναι η κατάληξή του.

Αιγυπτιακό άκυρο

Εν τω μεταξύ, προ ημερών δημοσιοποιήθηκε η επιστολή που απέστειλε στις 8 Σεπτεμβρίου η Αίγυπτος στον ΟΗΕ, η οποία συνιστά ένα ακόμα ισχυρό πλήγμα στο τουρκολιβυκό μνημόνιο. Ουσιαστικά, η αιγυπτιακή επιστολή αναιρεί τις λιβυκές επιστολές του περασμένου Μαΐου και Ιουνίου στον ΟΗΕ.

Το γεγονός της απόρριψης του τουρκολιβυκού, σε μια περίοδο που επιχειρείται η αποκατάσταση των σχέσεων Αιγύπτου-Άγκυρας, κρίνεται ως σημαντικό από την Αθήνα. Ταυτόχρονα, σκωπτικά, αρμόδιοι αξιωματούχοι υπογράμμιζαν ότι το τουρκολιβυκό δεν παράγει αποτελέσματα για την Αίγυπτο «σε αντίθεση με ορισμένα στελέχη της αντιπολίτευσης», υπενθυμίζοντας τις πρόσφατες δηλώσεις στελεχών του ΠΑΣΟΚ για το ίδιο θέμα.