Το 1983 είναι μια σημαντική χρονιά για την πνευματική ζωή της Ελλάδας. Ενώ έχει ήδη αρχίσει να επικρατεί η αισθητική –και το αντίστοιχο ήθος– της πρώτης (ολέθριας και μοιραίας) πασοκικής τετραετίας, δύο ευαίσθητοι δημιουργοί από διαφορετικούς χώρους της έμπνευσης και της πνευματικής δημιουργίας «πιάνουν» διαισθητικά την επερχόμενη λαίλαπα. Ο θεολόγος –στην πραγματικότητα φιλόσοφος– Χρήστος Γιανναράς δημοσιεύει από τις εκδόσεις Γρηγόρη το εμβληματικό «Κεφάλαια πολιτικής θεολογίας». Στην (πολιτική) φιλοσοφία του Γιανναρά κεντρική θέση κατέχει η έννοια του προσώπου. Για την ακρίβεια, το οντολογικό περιεχόμενο της θεολογικής έννοιας του προσώπου.

Στη μουσική, τον Απρίλιο του ίδιου έτους, ο Διονύσης Σαββόπουλος κυκλοφορεί από τη Lyra τον δίσκο βινυλίου (LP) «Τραπεζάκια έξω». Στους στίχους του Σαββόπουλου, όμοια με τον Γιανναρά, κεντρική θέση κατέχει η έννοια του προσώπου. Ακούμε στο τελευταίο (το ενδέκατο) τραγούδι («Τσάμικο») του δίσκου: «Τόσος κόσμος πλάι του πέρασε και τον προσπέρασε, τι να ζητάει. Επαρχιώτης στην Ομόνοια, μες το ψιλόβροχο αρχές του Μάη. Ψυχές πολύβουες κι ούτε ένα πρόσωπο, τι καρτεράει».

Είχε προηγηθεί, το 1975, το «Στη Συγκέντρωση (της ΕΦΕΕ)». Εκεί ακούμε: «Η πλατεία είναι γεμάτη κι απ’ το πρόσωπό σου κάτι έχει σωθεί». Έχοντας την προπαιδεία της Αριστεράς αλλά και την τιμιότητα, την αυθεντικότητα και την ευαισθησία ενός αληθινού καλλιτέχνη, ο Σαββόπουλος στους στίχους του ισορροπεί μεταξύ του ατομικού και του συλλογικού. Για να το κάνει αυτό χρησιμοποιεί την έννοια του προσώπου.

Στην προσπάθειά του αξιοποιεί την ελληνική ιστορική εμπειρία, το ελληνικό «ήθος» με την αριστοτελική έννοια. Μας λέει ο τραγουδοποιός ότι μεταξύ της απρόσωπης και απολυταρχικής κολεκτίβας κομμουνιστικού τύπου (που ισοπεδώνει την προσωπικότητα και τελικά την ίδια την ελευθερία) και μεταξύ του άκρατου και απάνθρωπου εγωκεντρισμού και της ατομοκρατίας της Δύσης, υπάρχει κάτι άλλο, κάτι διαφορετικό, αμιγώς και «εντελώς δικό μας», προερχόμενο από τα βάθη των ελληνικών αιώνων, από την αγορά της αρχαίας Πόλης, από την παράδοση της βυζαντινής ενορίας και από την κοινότητα των χρόνων της Τουρκοκρατίας.

Έχοντας από νωρίς βιώσει την επταετή δικτατορία των συνταγματαρχών, είχε συνειδητοποιήσει τους κινδύνους που κρύβει μια άλλη δικτατορία, η δικτατορία εκ των κάτω, που κρύβει η απρόσωπη κολεκτίβα, η δικτατορία της «πάνω» και «κάτω» μεριάς της πλατείας που καίει το χριστουγεννιάτικο δέντρο, η δικτατορία των κουκουλοφόρων που καίνε ζωντανούς εργαζόμενους στον χώρο εργασίας.

Όταν ο Σαββόπουλος υποστήριζε, το μακρινό 1989, τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη, δεν ήταν ασυνεπής ιδεολογικά, δρούσε σύμφωνα με την κοσμοαντίληψή του. Έχοντας ήδη βιωμένη την παπανδρεϊκή λοιμική της δεκαετίας του ’80, ενοχλείτο και, όπως απέδειξε η εμπειρία του τυφλού λαϊκισμού των Σταμουλοκολλάδων που εμπόδισαν τη μεταρρύθμιση των ετών 1990-1993, είχε δίκιο. Όντας ψημένος από νωρίς στους κοινωνικούς και φοιτητικούς αγώνες, στις «συγκεντρώσεις της ΕΦΕΕ», είδε με έμπειρο μάτι τις συγκεντρώσεις των ετών 2010-2015, είδε μια παράλογη και τυφλή αγριότητα και διείδε τον κίνδυνο του τυφλωμένου με κοινωνικό μίσος απρόσωπου πλήθους.

Έτσι η εκφρασμένη υποστήριξή του στο πρόσωπο του Κυριάκου Μητσοτάκη ήταν φυσιολογικό απότοκο αυτής του της κοσμοαντίληψης. Τελικά, με τη συνεπή φιλοσοφική του στάση, όπως αυτή εκφράστηκε διαχρονικά μέσα από τους στίχους του και όπως αυτή εκδηλώθηκε τελικά και με την πολιτική του στάση, ο Διονύσης Σαββόπουλος δικαίωσε περίτρανα τη ρήση του Ινιάτσιο Σιλόνε, ότι δηλαδή οι πλέον συνεπείς, τίμιοι και αποτελεσματικοί πολέμιοι της Αριστεράς είναι οι πρώην αριστεροί.