Στις 10 Ιουνίου 2025, μια γυναίκα με δημόσια δραστηριότητα προσέρχεται στη Δίωξη Οργανωμένου Εγκλήματος και καταγγέλλει ότι δέχθηκε απειλές για τη ζωή του παιδιού της. Η ίδια υποστηρίζει πως οι απειλές της μεταφέρθηκαν προφορικά την προηγούμενη ημέρα, 9 Ιουνίου, κατά τη διάρκεια συνάντησης με δύο πρόσωπα- των οποίων την ταυτότητα αρνείται να αποκαλύψει.
Ακόμη πιο παράδοξο: η καταγγέλλουσα υποστηρίζει ότι οι απειλές φέρεται να προήλθαν από αστυνομικό, ο οποίος τις μετέφερε στα δύο αυτά πρόσωπα. Και πάλι, όμως, αρνείται να κατονομάσει και τον φερόμενο αστυνομικό.
Η Αστυνομία, με επίσημη ανακοίνωση, επιβεβαίωσε την κατάθεση, αλλά σημείωσε την άρνηση παροχής στοιχείων που θα μπορούσαν να οδηγήσουν στον εντοπισμό των εμπλεκομένων.
Και μέσα σε αυτή τη σιωπή, το μοναδικό όνομα που βγαίνει στο φως- όχι από τις αρχές, αλλά μέσα από τον δημόσιο διάλογο- είναι το «Μητσοτάκης». Σύμφωνα με πληροφορίες, στην απειλή χρησιμοποιήθηκε το όνομα της οικογένειας Μητσοτάκη ως σημείο αναφοράς, σαν να ήταν η αιτία ή το σύμβολο του κινδύνου.
Το αποτέλεσμα είναι κυνικό και απλοϊκό:
Υπάρχει καταγγελία σοβαρών απειλών για ένα παιδί. Υπάρχουν δύο παρόντα πρόσωπα και ένας φερόμενος αστυνομικός που φέρονται να σχετίζονται. Αλλά καμία ταυτότητα, καμία μαρτυρία, κανένα στοιχείο πέρα από το όνομα «Μητσοτάκης».
Αυτή η εμμονή με ένα πολιτικό όνομα αναδεικνύεται σε προπέτασμα καπνού που καλύπτει την απόλυτη έλλειψη στοιχείων. Κι έτσι, το παιδί που φέρεται να απειλείται παραμένει απροστάτευτο- όχι γιατί δεν υπάρχουν απειλές, αλλά γιατί δεν υπάρχει η θέληση να τις φωτίσουμε.
Σε μια χώρα που η ασφάλεια θα έπρεπε να είναι πρωταρχικό δικαίωμα, η εμμονή με πολιτικά συνθήματα στερεί την ουσία: να μάθουμε ποιος απειλεί και να δράσουμε.
Και το πιο θλιβερό; Το παιδί που φέρεται να απειλείται παραμένει απροστάτευτο- γιατί δεν θέλουμε να μάθουμε ποιος το απειλεί. Θέλουμε μόνο να φωνάζουμε «Μητσοτάκης».