Οι ενδοευρωπαϊκές διαπραγματεύσεις, οι οποίες έλαβαν χώρα τον περασμένο Μάιο, κατά τη συζήτηση σε επίπεδο Μόνιμων Αντιπροσώπων για τον κανονισμό SAFE (εκ των πρωτοβουλιών της ΕΕ στο πλαίσιο του «ReArm Europe») που επανήλθε στη δημόσια σφαίρα μετά την πρόθεση της Ελλάδας να καταθέσει αίτηση συμμετοχής σε αυτόν, ήταν ενδεικτικές των αντιλήψεων των περισσότερων εταίρων στις Βρυξέλλες περί άμυνας και ασφάλειας.

Όπως ανέφεραν τότε ευρωπαϊκές διπλωματικές πηγές στο «Μανιφέστο», η Γερμανία δεν συμφωνούσε με οποιαδήποτε ρητή αναφορά αποκλεισμού της Τουρκίας από τον κανονισμό, ούτε με έμμεσες αναφορές μέσω της χρήσης του όρου «like-minded (ομονοούντες)» για τις συμφωνίες με τρίτες χώρες. Σύμφωνα με τις ίδιες πηγές, από τις συνομιλίες προέκυψε ότι η συνεργασία με την τουρκική αμυντική βιομηχανία αποτελεί ξεκάθαρη προτεραιότητα για σημαντικό αριθμό ευρωπαϊκών κρατών.

Η Άγκυρα αντιλαμβάνεται ότι η άμυνα (και ειδικά η εγχώρια αμυντική βιομηχανία της) δεν αποτελεί μόνο εργαλείο οικονομικής επιρροής αλλά εμπεριέχει και διπλωματικό – γεωπολιτικό αποτύπωμα. Ενδέχεται, μάλιστα, να αποτελέσει, αν όχι το «ευρωπαϊκό της διαβατήριο», ένα «πάτημα» για μια στενότερη και πιο επωφελή για την ίδια σχέση με την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Υπό αυτό το πρίσμα, δεν προκάλεσαν εντύπωση η άρση των γερμανικών αντιρρήσεων για την πώληση μαχητικών Eurofighter στην Τουρκία καθώς και τα σχετικά δημοσιεύματα όπως αυτό της «Welt» που τόνιζε ότι «η Ευρώπη έχει ανάγκη την Τουρκία». Ούτε, επίσης, η συνάντηση του Τούρκου υπουργού Εξωτερικών, Χακάν Φιντάν, με την επίτροπο Διεύρυνσης, Μάρτα Κος, στην Κωνσταντινούπολη (25 Ιουλίου), η οποία πέρασε κάτω από τα ραντάρ της ελληνικής ειδησεογραφίας.

Σύμφωνα με το εκτενές κοινό ανακοινωθέν, οι δύο αξιωματούχοι συζήτησαν όλη την ατζέντα των σχέσεων Βρυξελλών-Άγκυρας, με έμφαση στην επαναβεβαίωση του καθεστώτος υποψήφιας χώρας για την Τουρκία αλλά και στον «εποικοδομητικό της ρόλο στην ενίσχυση της σταθερότητας και της ευημερίας στην ευρύτερη περιοχή». Η τελευταία διατύπωση αφορά μια χώρα που απειλεί με πόλεμο ευρωπαϊκό κράτος (Ελλάδα), κατέχει παρανόμως έδαφος άλλου ευρωπαϊκού κράτους (Κύπρος) και υπογράφει συμφωνίες όπως το τουρκολιβυκό μνημόνιο.

Η Τουρκία έλαβε καθεστώς υποψήφιας προς ένταξη χώρας τον Δεκέμβριο του 1999, ενώ οι ενταξιακές διαπραγματεύσεις της ξεκίνησαν τον Οκτώβριο του 2005. Ωστόσο, μετά από σειρά παραβιάσεων του κράτους δικαίου και της εμφανούς δημοκρατικής οπισθοδρόμησης, οι διαπραγματεύσεις ανεστάλησαν τον Ιούνιο του 2018.

Ο Φιντάν και η Κος, με γνώμονα το «κοινό όραμα στρατηγικής συνεργασίας», συμφώνησαν στην προώθηση κοινής ατζέντας στους τομείς εμπορίου, ενέργειας, μεταφορών, ψηφιοποίησης, ενώ ιδιαίτερη έμφαση δόθηκε στη νέα στρατηγική της ΕΕ για τη Μαύρη Θάλασσα που παρουσιάστηκε στα τέλη Μαΐου. Δεν είναι γνωστό εάν στην ενεργειακή συνεργασία περιλαμβάνεται και η ηλεκτρική διασύνδεση Ελλάδας – Κύπρου – Ισραήλ, η οποία «πάγωσε» λόγω της τουρκικής στάσης, παρότι είναι ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος και χρηματοδοτείται εν μέρει από τις Βρυξέλλες.

Ως προς την τελωνειακή ένωση ΕΕ-Τουρκίας, διαπιστώθηκε η ανάγκη για καλύτερη εφαρμογή της, τονίστηκε η σημασία του εκσυγχρονισμού της, ενώ χαρακτηρίστηκε ως μια «αμοιβαία επωφελής και απαραίτητη» μεταρρύθμιση. Εν προκειμένω, έχει ενδιαφέρον ποια θα είναι η θέση του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών όταν το ζήτημα τεθεί επί ευρωπαϊκού τάπητος, δεδομένου ότι Αθήνα και Αγκυρα βρίσκονται θεωρητικώς σε φάση «ήρεμων νερών», τα οποία η τουρκική πλευρά αξιοποιεί πολυεπίπεδα.

Ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών επισήμανε την ανάγκη δίκαιης μεταχείρισης όλων των υποψήφιων χωρών με «αξιοκρατικά και αντικειμενικά κριτήρια», μια αποστροφή που κατά ευρωπαϊκές ερμηνείες συνιστά αιχμή για την περίπτωση της Ουκρανίας. Επιπλέον, ενημέρωσε την επίτροπο για τον τρίτο γύρο ρωσο ουκρανικών συνομιλιών στην Κωνσταντινούπολη, για τη νέα (τουρκικής εμπνεύσεως) «Πλατφόρμα Ειρήνης των Βαλκανίων» καθώς και για την άτυπη διευρυμένη συνάντηση για το Κυπριακό, που έγινε στη Νέα Υόρκη.

Από την πλευρά της η Ευρωπαία επίτροπος υπογράμμισε ότι τα ζητήματα δημοκρατίας και κράτους δικαίου συνιστούν «αναπόσπαστο μέρος» της σχέσης της ΕΕ με την Τουρκία ως υποψήφια χώρα.

Ωστόσο, με τον ρόλο που επιφυλάσσουν οι Βρυξέλλες στην Άγκυρα στον τομέα της άμυνας αλλά και γενικότερα σε μια περιοχή που εκτείνεται σε Μεσόγειο, Μέση Ανατολή, Μαύρη Θάλασσα και Καύκασο, το κατά πόσον οι ευρωπαϊκές παραινέσεις προς την Τουρκία (περί δημοκρατίας και κράτους δικαίου) είναι ουσιαστικές ή πιεστικές παραμένει άγνωστο.

Ιδίως όταν ηγέτιδες χώρες της ΕΕ, όπως η Ιταλία, η Ισπανία και η Γερμανία, επιλέγουν να ενισχύσουν τη διμερή αμυντική τους συνεργασία με την Άγκυρα στέλνοντάς της το μήνυμα ότι τους είναι όχι μόνο χρήσιμη αλλά ενδεχομένως και απαραίτητη. Κάτι που η τουρκική πλευρά μεταφράζει ως μια «διπλωματική ασυλία» που της επιτρέπει να πράττει κατά το δοκούν εντός ή εκτός συνόρων.