Πεπεισμένος ότι η δυσαρέσκεια της κοινωνίας για την ακρίβεια στην ενέργεια και τα βασικά αγαθά θα εκφραστεί στην κάλπη εμφανίστηκε ο Γιώργος Τσίπρας στη συνέντευξή του στην εφημερίδα «tomanifesto». Ο βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ στη Δυτική Αττική ανέγνωσε και τα «ψιλά γράμματα» της πρόσκλησης που δέχθηκε ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν να παραβρεθεί στην Πράγα, για την Ευρωπαϊκή Πολιτική Κοινότητα, χωρίς την παραμικρή αντίδραση από την ελληνική κυβέρνηση, παρά τις απειλές και τις προκλήσεις των Τούρκων.
Στη Βίκυ Πολύζου
Τι γίνεται με τον Ερντογάν; Συνεχίζει τις απειλές του κατά της Ελλάδας δίχως να υπολογίζει τη διεθνή κοινότητα…
Η Τουρκία διεκδικεί περισσότερο «χώρο» στην ευρύτερη περιοχή της, με βάση το μέγεθος και τη διεθνή θέση της, που έχουν ενισχυθεί. Στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο διεκδικεί τον «χώρο» αυτόν σε βάρος της κυριαρχίας και των δικαιωμάτων Ελλάδας και Κύπρου. Αυτό είναι μια μακροπρόθεσμη στόχευση της Αγκυρας, ανεξάρτητα από το ποιος βρίσκεται στην εξουσία, και βέβαια ανεξάρτητα από τις εκλογές ή τα όποια εσωτερικά προβλήματα αντιμετωπίζει τώρα ο Ερντογάν. Δεν θα έλεγα ότι ο Ερντογάν δεν υπολογίζει τη διεθνή κοινότητα. Για παράδειγμα, οπισθοχώρησε αμέσως απέναντι σε δυτικές απειλές κυρώσεων στο τραπεζικό σύστημα της Τουρκίας όταν κάποιες τράπεζες υιοθέτησαν το ρωσικό σύστημα πληρωμών MIR. Θα έλεγα, αντίθετα, ότι ο σημαντικότερος λόγος που η Τουρκία έχει αποθρασυνθεί απέναντί μας είναι γιατί ακριβώς δεν δέχεται σοβαρές πιέσεις και προειδοποιήσεις από τη διεθνή κοινότητα. Για παράδειγμα, η νέα συμφωνία Τουρκίας-Λιβύης για την υποτιθέμενη ΑΟΖ της δεύτερης έγινε μόλις μία μέρα μετά τη συνάντηση του εκπροσώπου της τουρκικής προεδρίας Καλίν και του συμβούλου εθνικής ασφάλειας των ΗΠΑ Σάλιβαν στην Κωνσταντινούπολη. Είναι αφελές να θεωρήσει κανείς ότι οι ΗΠΑ δεν γνώριζαν και ακόμη πιο αφελές ότι ασκήθηκαν σοβαρές πιέσεις στην Αγκυρα να μην προχωρήσει κάτι τέτοιο. Αλλωστε αυτό φαίνεται και από τις εκ των υστέρων «μετρημένες» αντιδράσεις στη Δύση. Οσο και αν οι επερχόμενες εκλογές ή άλλα προβλήματα επιδρούν στη συμπεριφορά της Τουρκίας, το βαρύνον χαρακτηριστικό της περιόδου είναι η ρευστότητα που επικρατεί στην ευρύτερη περιοχή λόγω της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία, ρευστότητα που η Αγκυρα επιχειρεί, και θα έλεγα επιδέξια, να εκμεταλλευτεί προς όφελός της. Από τη μια μεριά, όσο διαρκεί η σύγκρουση στην Ουκρανία, η Τουρκία δεν θα επιχειρήσει κάτι πολύ θερμό στο Αιγαίο, γιατί αυτό θα ήταν ευθέως δώρο στη Μόσχα· από την άλλη, η ρευστότητα της περιοχής, που θα διατηρηθεί και έπειτα από κατάπαυση του πυρός στην Ουκρανία, είναι αυτή που δίνει μεγαλύτερα περιθώρια κινήσεων στην Τουρκία συγκριτικά με το παρελθόν.
Να φοβόμαστε κάποιο θερμό επεισόδιο; Εχουν αυξηθεί τα δημοσιεύματα ανησυχίας…
Θα έλεγα ότι αυτό που πρέπει να φοβόμαστε περισσότερο δεν είναι το θερμό επεισόδιο ή μεγαλύτερη ένταση, αλλά την επόμενη μέρα ενός επεισοδίου. Και αναφέρομαι ευθέως στο ενδεχόμενο οι δυνάμεις που παίζουν ρόλο στην περιοχή να πιέσουν ανοιχτά για «επίλυση» των ελληνοτουρκικών διαφορών σε βάρος πρακτικά της Ελλάδας και των κυριαρχικών δικαιωμάτων της. Αναφέρομαι στο ενδεχόμενο μετεξέλιξης του σημερινού «βρείτε τα» σε ευθεία πίεση για υποχώρηση της Ελλάδας, που άλλωστε δεν διεκδικεί κάτι σε βάρος της Τουρκίας. Δεν υποτιμώ καθόλου τους ευρύτερους κινδύνους μιας στρατιωτικής εμπλοκής. Αντίθετα, προκαλεί εντύπωση σε κάθε σώφρονα Ελληνα πολίτη η σπουδή απομάκρυνσης οπλισμού από κρίσιμες περιοχές για βοήθεια προς την Ουκρανία όταν η κατάσταση με την Τουρκία είναι αυτή που είναι. Η δε υπερβολική αυτοπεποίθηση στο στρατιωτικό πεδίο και οι κομπασμοί κατά κανόνα βλάπτουν χωρίς να προσφέρουν κάτι. Σοβαρότητα, ψυχραιμία, αποφασιστικότητα ότι δεν θα παραχωρήσουμε τίποτα και σωστές προτεραιότητες απαιτούνται. Ακόμη πιο σημαντικό όμως είναι τι κάνουμε διεθνώς προς ενίσχυση της θέσης της χώρας και αντιμετώπισης μιας απειλής εξ Ανατολών, προκλήσεων και επιθετικών διεκδικήσεων (μέχρι και την κυριαρχία στα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου υπέρ της Τουρκίας διεκδικούν) που ποτέ δεν ήταν τόσο ευθείς όσο σήμερα.
Θα μπορούσε να κάνει κάτι άλλο η κυβέρνηση για να περιορίσει –όπως χαρακτηρίζουν πολλοί– τους «τσαμπουκάδες» των Τούρκων;
Οι «τσαμπουκάδες των Τούρκων», όπως λέτε, δεν αντιμετωπίζονται με αντίστοιχες δηλώσεις εδώ για εσωτερική κατανάλωση. Ούτε απλώς με την ενημέρωση εταίρων και συμμάχων ή καταγγελίες. Απέναντι στην ολότελα νέα συμπεριφορά της Τουρκίας τα τελευταία χρόνια, και ιδιαίτερα τους τελευταίους μήνες, που υποκρύπτουν μια αναβαθμισμένη επιθετική στρατηγική της Αγκυρας απέναντι στην Ελλάδα, απαιτείται να υπάρξει και εδώ μια στρατηγική αντιμετώπισης. Τέτοια στρατηγική σήμερα δεν υπάρχει. Η Ελλάδα απλώς παρακολουθεί την εντεινόμενη τουρκική προκλητικότητα και επιθετικότητα, χωρίς να έχει αλλάξει κάτι στο πεδίο των σχέσεων και απαιτήσεών μας από συμμάχους και εταίρους. Περίπου τρώμε από τα έτοιμα όταν τα πράγματα γύρω μας αλλάζουν γοργά και αλλάζουν ιδιαίτερα εκ μέρους της Τουρκίας.
Για παράδειγμα, η αποδοχή από την κυβέρνηση της πρόσκλησης προς τον Ερντογάν για συμμετοχή στην πρώτη συνάντηση κορυφής της Ευρωπαϊκής Πολιτικής Κοινότητας είναι κάτι που «περνάει στα ψιλά», αλλά θέτει σοβαρότατα ζητήματα για τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζεται η τουρκική επιθετικότητα. Τι άλλο έπρεπε να έχει συμβεί για να εναντιωθούμε στην πρόσκληση; Πολεμική ενέργεια; Από τον εθελοντικό ενταφιασμό της απαίτησης για κυρώσεις στην Τουρκία από την κυβέρνηση Μητσοτάκη –απαίτηση που ξεκίνησε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ το 2019– έχουμε φτάσει πλέον στο σημείο να μην ψελλίζουμε σχεδόν τίποτα που μπορεί να ενοχλήσει συμμάχους και εταίρους στη σχέση και στα δικά τους συμφέροντα με την Τουρκία. Κι όμως εργαλεία υπάρχουν, και δυνατότητες πίεσης υπάρχουν. Πολιτική βούληση και στρατηγική δεν υπάρχει. Υπάρχει μόνο η στρατηγική του «καλού παιδιού», η οποία όμως δεν οδηγεί πουθενά. Ειδικά σήμερα.
Ποιες στρατηγικές συγκρούονται στον τομέα της ενέργειας;
Από την πλευρά της κυβέρνησης δεν υπάρχει καμιά στρατηγική πέραν της εύνοιας για τα υπερκέρδη των εταιρειών, με την ίδια τη ΔΕΗ να ηγείται του καρτέλ. Μέχρι τον χειμώνα η κυβέρνηση, αφού αυταπατόταν ότι ο ενεργειακός πληθωρισμός θα υποχωρούσε, κατηγορούσε την αντιπολίτευση για λεφτόδεντρα. Οταν αντελήφθη ότι οι καταναλωτές αδυνατούσαν να πληρώνουν τους λογαριασμούς με τη ρήτρα αναπροσαρμογής βρήκε λεφτόδεντρα, αλλά και πάλι δεν ακούμπησε την ίδια την αγορά ενέργειας και τις εξόφθαλμες στρεβλώσεις της που οδηγούν στα υπερκέρδη. Απλώς επιδοτούσε μέσω των καταναλωτών τα ίδια υπερκέρδη. Από τον Ιούλιο και μετά ξανάλλαξε πολιτική με νέα επιπλέον λεφτόδεντρα. Περιόρισε τα υπερκέρδη της ΔΕΗ από υδροηλεκτρικά και λιγνίτη, αλλά άφησε τα πράγματα ως είχαν για τους παραγωγούς από φυσικό αέριο. Πλέον τα πολλά λεφτόδεντρα κατευθύνονται προς τους παρόχους της λιανικής που δίνουν προσφορά κάθε φορά για τον επόμενο μήνα και η κυβέρνηση τις αποζημιώνει καλύπτοντας τη διαφορά από τη λιανική τιμή, ανεξάρτητα από την τελική διαμόρφωση του κόστους και των περιθωρίων κέρδους που αφήνει. Πληρώνουμε έτσι λιγότερα μεν ως καταναλωτές, αλλά ως κράτος πολύ περισσότερα από πριν τον Ιούλιο προς τις εταιρείες ενέργειας. Πέραν του περιορισμού (και αυτός όχι επαρκής) των κερδών για λιγνίτη και υδροηλεκτρικά, όχι μόνο δεν υπάρχει ακόμη παρέμβαση στην αγορά ενέργειας, λιανική και χονδρική, που σχετίζεται με το φυσικό αέριο, αλλά υπάρχουν ακόμη μεγαλύτερα περιθώρια κέρδους. Συνεπώς η δική μας πολιτική άμεσης αντιμετώπισης δεν είναι τίποτε άλλο από την αυτονόητη παρέμβαση που αρνείται η κυβέρνηση στην αγορά ενέργειας με περιορισμό των κερδών σε μια κατάσταση ενεργειακής κρίσης, όπως έγινε σε Ισπανία, Πορτογαλία και Γαλλία. Και βέβαια πολιτική κάλυψης των καταναλωτών και προστασίας ιδιαίτερα των πιο ευάλωτων. Στρατηγικά πρέπει να έχουμε μια δημόσια ΔΕΗ ως εργαλείο άσκησης εθνικής ενεργειακής πολιτικής, να διευρύνουμε και θεσμικά τον χώρο ιδιοπαραγωγής-ιδιοκατανάλωσης ενέργειας καθώς και τη δυνατότητα αποθήκευσης και την ηλεκτρική διασύνδεση της χώρας ώστε να δώσουμε περισσότερο χώρο στις ΑΠΕ. Και μέχρι τότε επαναφορά στο μείγμα περισσότερου λιγνίτη που εγκληματικά στραγγάλισε η κυβέρνηση. Είναι πια αυταπόδεικτο ότι η βίαιη απολιγνιτοποίηση δεν ήταν μια παιδαριώδης αφέλεια, αλλά εντασσόταν σε ένα σχέδιο ανεύθυνης αύξησης του αερίου στο μείγμα ηλεκτροπαραγωγής και εκτόξευσης των κερδών όλων, με πρώτη την ιδιωτικοποιημένη ΔΕΗ. Αυτό δεν είναι καταστροφικό μόνο για τους καταναλωτές και φορολογουμένους αλλά και τις επιχειρήσεις και συνολικά για την οικονομία. Το χαμηλό ενεργειακό κόστος είναι θεμελιακός παράγοντας ανάπτυξης.
Ο Αλέξης Τσίπρας μιλάει για πρωτιά στις εκλογές, αλλά οι δημοσκοπήσεις σάς δείχνουν δεύτερο κόμμα με διψήφια διαφορά από την κυβέρνηση. Τι συμβαίνει;
Τα νούμερα δεν είναι διψήφια, τουλάχιστον αυτά που δίνουν οι πιο σοβαρές εταιρείες του χώρου. Και συγκριτικά με την αντίστοιχη περίοδο του 2021 διαπιστώνεται σαφής πτώση της ΝΔ από 2 μέχρι 6 μονάδες, και στασιμότητα ή μικρή άνοδος για τον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ. Το σημαντικότερο όμως είναι ότι σχεδόν σε όλες τις έρευνες διαπιστώνεται δυσαρέσκεια ακόμη και σημαντικού τμήματος ψηφοφόρων της ΝΔ απέναντι στην κυβερνητική πολιτική για τα μεγάλα ζητήματα της περιόδου: την ενέργεια, την ακρίβεια, το ουκρανικό, αλλά και τις υποκλοπές. Συνεπώς έχουμε μια «μαγική» εικόνα που δείχνει σημαντική δυσαρέσκεια όχι απλώς για την οικονομική δυσχέρεια αλλά και τις ασκούμενες πολιτικές, χωρίς όμως αντίστοιχες πολιτικές μετατοπίσεις. Η λογική λέει ότι αυτή η δυσαρέσκεια θα εκφραστεί στις κάλπες. Κι αυτό χωρίς να μετράμε ακόμη τον δύσκολο χειμώνα που έρχεται. Ωστόσο, είναι αλήθεια ότι ύστερα από τρία χρόνια αποτυχιών Μητσοτάκη σε πανδημία, ενεργειακό, ακρίβεια, Ελληνοτουρκικά, ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ έπρεπε να έχει ήδη δημιουργήσει ένα ρεύμα υπέρ του, έστω και υπό τη συντριπτική κυριαρχία της φιλοκυβερνητικής επικοινωνίας από μέσα ενημέρωσης, ρεύμα που τουλάχιστον δημοσκοπικά δεν αποτυπώνεται.