Στην τελική ευθεία για τις ευρωεκλογές της 9ης Ιουνίου –την προσεχή Κυριακή, δηλαδή– το διακύβευμα γίνεται όλο και πιο ισχυρό, όλο και πιο ορατό για τους πολίτες. Και δεν είναι μόνο το ποια Ευρώπη θέλουμε, αλλά και το ποια Ελλάδα θέλουμε στην Ευρώπη. Με απλά λόγια: ποιος πιστεύουμε ότι μπορεί να εκπροσωπήσει καλύτερα τα συμφέροντα της χώρας και κυρίως να διεκδικήσει για τη χώρα και τους πολίτες.
Γράφει ο Τάσος Ευαγγελίου
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει θέσει από την πρώτη στιγμή το διακύβευμα αυτό. Διότι πράγματι στις ευρωεκλογές της 9ης Ιουνίου δεν εκλέγουμε κυβέρνηση και πρωθυπουργό. Αυτό έκλεισε για την τρέχουσα τετραετία το 2023 – και μάλιστα με εκκωφαντικό τρόπο για όσους επένδυσαν στον λαϊκισμό και την τοξικότητα, που δυστυχώς σήμερα επανέρχονται στο προσκήνιο διά της αναβίωσης εποχών που ευδοκιμούσαν και πάλι τα «λεφτόδεντρα».
Στις ευρωεκλογές επιλέγουμε αυτούς που θα εκπροσωπήσουν τη χώρα. Αυτούς που θα διεκδικήσουν για τη χώρα. Ταυτόχρονα όμως δύναται μέσα από την επιλογή αυτήν να μπει και ένα τέλος στον λαϊκισμό, στην καταστροφολογία και στην προσπάθεια που εξυφαίνεται και είναι σε εξέλιξη προκειμένου να σταματήσει το μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα που προωθεί ο Κυριάκος Μητσοτάκης με γνώμονα τις δεσμεύσεις που έχει λάβει προεκλογικά.
Ενα πρόγραμμα που οδηγεί στην πολυπόθητη σύγκλιση με την Ευρώπη σε όλα τα επίπεδα, ανατάσσει τη χώρα και συμβάλλει στην περαιτέρω ανάπτυξη, αυτή που ήδη καταγράφεται και είναι ορατή με απτά αποτελέσματα, όπως για παράδειγμα οι αυξήσεις στους μισθούς, η μείωση της ανεργίας με τη δημιουργία 400.000 νέων και καλύτερα αμειβόμενων θέσεων εργασίας. Και δεν πρέπει να παραβλέπονται οι συνεχείς αυξήσεις του κατώτατου μισθού, οι μειώσεις στη φορολογία και η περαιτέρω στήριξη εργαζομένων αλλά και επιχειρήσεων.
Αυτά που έγιναν την προηγούμενη τετραετία και όσα βρίσκονται ήδη σε εξέλιξη μετέτρεψαν την Ελλάδα από παρία της Ευρώπης σε παράδειγμα προς μίμηση, που δεν εξαντλούνται μόνο σε διθυραμβικά σχόλια για το οικονομικό θαύμα της Ελλάδας, αλλά την ανήγαγαν σε case study για το σύνολο των ευρωπαϊκών –και όχι μόνο– χωρών.
Αντιπολιτευτική ένδεια...
Στον αντίποδα, αυτό που υπάρχει ως διακύβευμα για την Ελλάδα στην Ευρώπη είναι ένα μήνυμα που περιλαμβάνεται συνολικά σε μια φράση –απλή αλλά και πολύ περίπλοκη ταυτόχρονα: «Στείλτε μήνυμα στην κυβέρνηση». Τι μήνυμα; Αυτό για μια δήθεν αλαζονεία που οφείλεται στο ποσοστό που έλαβε στις εθνικές εκλογές του 2023, το 41%.
Με απλά λόγια: ο στόχος των κομμάτων της αντιπολίτευσης είναι αποκλειστικά και μόνο η μείωση των ποσοστών της κυβέρνησης όχι φυσικά σε σχέση με τις ευρωεκλογές του 2019 αλλά με τις περυσινές εθνικές εκλογές, παρότι το διακύβευμα είναι διαφορετικό. Γιατί; Για να μπορεί η αντιπολίτευση να δηλώνει την επομένη ότι δεν έχει λαϊκή... νομιμοποίηση. Για να μπορεί να υψώνει αναχώματα σε οποιαδήποτε μεταρρύθμιση. Κυρίως όμως για να μπορεί σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ενωσης να κάνει ένα είδος ανταρτοπόλεμου σε βάρος των συμφερόντων της χώρας διασύροντάς την σε ένα μικροπολιτικό παιχνίδι που συνδέεται και με τα εσωτερικά προβλήματα των κομμάτων της αντιπολίτευσης.
Είναι ενδεικτικό το γεγονός πως κανένα κόμμα δεν έχει ασχοληθεί με το θέμα της Ευρώπης. Το αντικείμενο των ευρωεκλογών. Καμία πρόταση, καμία αναφορά. Ουδείς γνωρίζει τη θέση των κομμάτων της αντιπολίτευσης, για παράδειγμα, σχετικά με τη νέα Κοινή Αγροτική Πολιτική. Ούτε για την ενιαία αμυντική πολιτική. Δεν πήραν καν θέση αναφορικά με την πρωτοβουλία του Κυριάκου Μητσοτάκη, για τον ενιαίο ευρωπαϊκό αμυντικό θόλο που κατατέθηκε ως πρόταση από κοινού με τον Πολωνό πρωθυπουργό Ντόναλντ Τουσκ και έγινε αποδεκτή, αποτελώντας πλέον τη βάση της συζήτησης που ανοίγει στην Ευρωπαϊκή Ενωση.
Η δε επιστολή του προς την πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν για τα ολιγοπώλια και την ακρίβεια αντιμετωπίστηκε με ειρωνεία. Χωρίς όμως να συνοδευτεί από μια άλλη πρόταση. Το μόνο που ακούγεται είναι ότι θα μπει πλαφόν, ότι θα φορολογηθούν υπερκέρδη και ότι θα μειωθεί ο ΦΠΑ, χωρίς φυσικά να επεξηγείται πώς θα καλυφθούν τα έσοδα που θα χάσει το κράτος. Δηλαδή, χωρίς να αποκαλύπτεται ποιοι φόροι θα αυξηθούν ως αντιστάθμισμα.
Μακράν ο καταλληλότερος
Δεν είναι τυχαίο ότι στο σύνολό τους οι δημοσκοπήσεις –εκτός της διαφοράς που καταγράφει η κυβερνώσα παράταξη με τα υπόλοιπα κόμματα και της μάχης που αφορά το δεύτερο και το τρίτο κόμμα– αποκαλύπτουν μια πραγματικότητα που δεν αλλάζει. Ποια είναι αυτή; Οτι ο Κυριάκος Μητσοτάκης είναι μακράν ο καταλληλότερος για πρωθυπουργός της χώρας.
Η εμπιστοσύνη των πολιτών στο πρόσωπο του Κυριάκου Μητσοτάκη είναι σταθερή. Ναι, υπάρχει δυσαρέσκεια σε διάφορες παραγωγικές τάξεις. Γίνονται λάθη, όμως πρώτος ο πρωθυπουργός τα αναγνωρίζει και κυρίως ο ίδιος αναλαμβάνει την υποχρέωση να τα διορθώσει. Η σχέση προσωπικά του πρωθυπουργού με τους πολίτες αποτελεί εγγύηση για την περαιτέρω πορεία της χώρας. Για την υλοποίηση δεσμεύσεων, την προώθηση και την ολοκλήρωση μεταρρυθμίσεων.
Αυτό δύσκολα αλλάζει. Δεν είναι απλώς θέμα απουσίας εναλλακτικής πρότασης. Είναι ζήτημα εφαρμογής της όποιας δέσμευσης αναλαμβάνει ακόμη και αυτών με πολιτικό κόστος...
* Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην έντυπη έκδοση του «Μανιφέστο»