«Οι εκλογές του 2023 απέδειξαν ότι η βασική διαιρετική τομή στη σύγχρονη μεταλαϊκιστική Ελλάδα, είναι αυτή ανάμεσα στο παλαιό και το νέο, ανάμεσα σε όσους θέλουν τον εκσυγχρονισμό και σε όσους τον αποστρέφονται ή και τον φοβούνται (εθνοσυντηρητική Δεξιά και αντιδραστική Αριστερά). Ο εκσυγχρονισμός, ως μεταρρύθμιση και προσαρμογή στις νέες και σύγχρονες συνθήκες, απαιτήσεις, απόψεις αποτελεί, για τη δυναμική πλειοψηφία της ελληνικής κοινωνίας, κατηγορική προσταγή: είναι απαίτηση, δηλαδή, της λογικής και της ιστορίας», τονίζει σε άρθρο του με τίτλο: «Η μεγάλη ευκαιρία για πραγματιστικό εκσυγχρονισμό» στην εφημερίδα «Καθημερινή της Κυριακής» ο υπουργός Προστασίας του Πολίτη, Γιάννης Οικονόμου.
«Το αίτημα του εκσυγχρονισμού το εκφράζει σήμερα ο πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης και το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας. Η συμβολή του Κυριάκου Μητσοτάκη, στη γενεαλογία των εκσυγχρονιστικών εγχειρημάτων, είναι το ότι επιδιώκει έναν εκσυγχρονισμό πολυδιάστατο -που έχει πολλές διαστάσεις, εκτείνεται σε πολλά επίπεδα και καλύπτει πολλές πλευρές- και πολυδύναμο, που διαθέτει πολλές δυνάμεις και δυνατότητες» προσθέτει.
Αναφέρει ότι ο πολυδιάστατος και πολυδύναμος αυτός εκσυγχρονισμός δεν περιορίζεται σε επιμέρους πτυχές και όψεις της ελληνικής πραγματικότητας, αλλά διατρέχει όλο το εύρος και το βάθος της ελλαδικής πραγματικότητας. «Είναι το τελικό αίτημα απόλυτης αλλαγής όσων πεισματικά βρίσκονται σε επίπεδο κατώτερο των προσδοκιών μας, όσων υπολείπονται των ευρωπαϊκών δεδομένων και όσων μας πληγώνουν και μας στεναχωρούν στην καθημερινότητά μας» σημειώνει.
Επίσης ο κ. Οικονόμου εκτιμά ότι το εκλογικό αποτέλεσμα ανέδειξε καθαρά ότι η Ελλάδα είναι έτοιμη για ένα μεγάλο και άμεσο άλμα εκσυγχρονισμού, σε κάθε επίπεδο και τομέα. «Τόσο στο πλαίσιο της επικείμενης συνταγματικής αναθεώρησης, όσο και με επιμέρους μεταρρυθμίσεις, αλλάζουμε οριστικά πίστα, ως χώρα και ως πολιτική κοινωνία» αναφέρει.
Ακολουθεί ολόκληρο το άρθρο του υπουργού Προστασίας του Πολίτη Γιάννη Οικονόμο με τίτλο: «Η μεγάλη ευκαιρία για πραγματιστικό εκσυγχρονισμό»:
Ο εκσυγχρονισμός αποτελεί βασικό αίτημα του λαού μας ήδη από τη δεκαετία του 1850, με πρωτεργάτη τον Αλέξανδρο Κουμουνδούρο, ο οποίος ήλθε να εκφράσει μια νέα γενιά ανθρώπων που επιθυμούσαν εναγωνίως να γίνουν όλα εκείνα που θα έφερναν την Ελλάδα πιο κοντά στο κεκτημένο των προηγμένων χωρών της Δυτικής Ευρώπης, εξαλείφοντας παράλληλα παθογένειες και υστερήσεις αιώνων, οφειλόμενες στην ιστορική εξέλιξη του ελλαδικού χώρου.
Το αίτημα του εκσυγχρονισμού διατρέχει έκτοτε την πολιτική ιστορία του τόπου μας. Το παρέλαβε και το προώθησε ο Χαρίλαος Τρικούπης, ο οποίος το συνέδεσε με την πολιτική σταθερότητα, τη θεσμική ολοκλήρωση και τη δημιουργία ικανών δημοσίων υποδομών. Στη συνέχεια, ο Ελευθέριος Βενιζέλος έδωσε έμφαση στο θεσμικό και νομοθετικό εκσυγχρονισμό, εκφράζοντας το παλλαϊκό αίτημα της «ανόρθωσης». Στη μεταπολεμική Ελλάδα, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής προσέδωσε στον εκσυγχρονισμό, ως δομικό του χαρακτηριστικό, την ένταξη στην Ενωμένη Ευρώπη, μέσω της οποίας η χώρα μας επέτυχε μια τεράστια αναμόρφωση, θεσμικά και οικονομικά μιλώντας. Την κατεύθυνση του εκσυγχρονισμού εντός Ενωμένης Ευρώπης υπηρέτησαν και μεταγενέστεροι Πρωθυπουργοί, με διαφορετικές στοχεύσεις.
Παρά την τεράστια πρόοδο που συντελέστηκε από το 1850 έως σήμερα στην Ελλάδα, ο εκσυγχρονισμός είναι επίκαιρος, διότι κανένα από τα προηγούμενα εγχειρήματα δεν ολοκληρώθηκε, για διάφορους λόγους. Το Κράτος μας και η κοινωνία μας δεν έχουν φτάσει στο επίπεδο που αυτοί οι μεγάλοι πολιτικοί ηγέτες είχαν οραματιστεί και που ο λαός μας θα ήθελε.
Η κρίση των μνημονίων, η αντίσταση του βαθέος κράτους και η πεισματική άρνηση μέρους της κοινωνίας να αποδεχθεί την αναγκαιότητα του εκσυγχρονισμού, ανέκοψαν - τη δεκαετία του 2010-2019- την πορεία της χώρας μας προς το διακηρυγμένο στόχο της: τη συνολική και μόνιμη αλλαγή επιπέδου, προς όφελος τόσο της Πατρίδας, όσο και των πολιτών. Οι συνέπειες αυτού του ιστορικού ατυχήματος φάνηκαν καθαρά -δυστυχώς μέσω τραγικών περιστατικών- τα τελευταία χρόνια. Περιστατικών που θα είχαν αποφευχθεί ή θα είχαν σαφώς λιγότερες επιπτώσεις, εάν ο εκσυγχρονισμός δεν είχε ανακοπεί.
Οι εκλογές του 2023 απέδειξαν ότι η βασική διαιρετική τομή στη σύγχρονη μεταλαϊκιστική Ελλάδα είναι αυτή ανάμεσα στο παλαιό και το νέο, ανάμεσα σε όσους θέλουν τον εκσυγχρονισμό και σε όσους τον αποστρέφονται ή και τον φοβούνται (εθνοσυντηρητική Δεξιά και αντιδραστική Αριστερά). Ο εκσυγχρονισμός, ως μεταρρύθμιση και προσαρμογή στις νέες και σύγχρονες συνθήκες, απαιτήσεις, απόψεις αποτελεί, για τη δυναμική πλειοψηφία της ελληνικής κοινωνίας, κατηγορική προσταγή: είναι απαίτηση, δηλαδή, της λογικής και της ιστορίας.
Το αίτημα του εκσυγχρονισμού το εκφράζει σήμερα ο Πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης και το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας. Η συμβολή του Κυριάκου Μητσοτάκη, στη γενεαλογία των εκσυγχρονιστικών εγχειρημάτων, είναι το ότι επιδιώκει έναν εκσυγχρονισμό πολυδιάστατο -που έχει πολλές διαστάσεις, εκτείνεται σε πολλά επίπεδα και καλύπτει πολλές πλευρές- και πολυδύναμο -που διαθέτει πολλές δυνάμεις και δυνατότητες.
Ο πολυδιάστατος και πολυδύναμος εκσυγχρονισμός δεν περιορίζεται σε επιμέρους πτυχές και όψεις της ελληνικής πραγματικότητας, αλλά διατρέχει όλο το εύρος και το βάθος της ελλαδικής πραγματικότητας. Είναι το τελικό αίτημα απόλυτης αλλαγής όσων πεισματικά βρίσκονται σε επίπεδο κατώτερο των προσδοκιών μας, όσων υπολείπονται των ευρωπαϊκών δεδομένων και όσων μας πληγώνουν και μας στεναχωρούν στην καθημερινότητά μας.
Ο πολυδιάστατος και πολυδύναμος εκσυγχρονισμός εγγυάται ένα αισιόδοξο ελληνικό μέλλον σε έναν κόσμο που εξελίσσεται και αλλάζει ταχύτατα. Αναφερόμαστε σε ελληνικό μέλλον, γιατί σε αυτή την πορεία εκσυγχρονισμού θα αφήσουμε πολλά πίσω μας, αλλά όχι τα ταυτοτικά μας στοιχεία, τον πολιτισμό μας και τα μεγάλα μας πλεονεκτήματα. Το σχέδιο που υπηρετούμε είναι εθνικό και προοδευτικό.
Είναι το δικό μας σχέδιο, για το δικό μας αύριο, μέσα στο νέο κόσμο που γεννιέται.
Το εκλογικό αποτέλεσμα ανέδειξε καθαρά ότι η Ελλάδα είναι έτοιμη για ένα μεγάλο και άμεσο άλμα εκσυγχρονισμού, σε κάθε επίπεδο και τομέα. Τόσο στο πλαίσιο της επικείμενης συνταγματικής αναθεώρησης όσο και με επιμέρους μεταρρυθμίσεις αλλάζουμε οριστικά πίστα, ως χώρα και ως πολιτική κοινωνία.