Όλες οι αποφάσεις που λαμβάνουμε συνεπάγονται έναν βαθμό κινδύνου, καθώς η σχέση
δράσης-αποτελέσματος είναι πιθανοκρατική, δηλαδή ποτέ δεν γνωρίζουμε με απόλυτη βεβαιότητα τί θα συμβεί μετά από κάθε μας επιλογή (Rangel et al 2008). Αυτό ισχύει και για τις επιλογές που παίρνουν οι πολίτες πίσω από το εκλογικό παραβάν.
Αντιμέτωπα με τη νέα πολιτική πραγματικότητα που διαμόρφωσε η συντριπτική νίκη της Νέας Δημοκρατίας, στις εκλογές της 21ης Μαΐου 2023, τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ είτε κήρυξαν τη λήξη του πένθους δια απόφασης, όπως ο κ. Τσίπρας, είτε έφτασαν να μιλήσουν για «Σύνδρομο της Στοκχόλμης» και για «θυρωρούς της νύχτας», όπως ο κ. Ξυδάκης. Αντί να προβούν σε γόνιμη αυτοκριτική για το ηχηρό μήνυμα απόρριψης που εισέπραξαν από τον ελληνικό λαό, κατέφυγαν σε φθηνή και επιφανειακή ψυχιατρική φρασεολογία για να ερμηνεύσουν την –κατ’ εκείνους- ανεξήγητη συμπεριφορά του εκλογικού σώματος.
Αφού όμως, οψίμως, δείχνουν να αρέσκονται σε ψυχιατρικές αναφορές, για να αποκρύψουν τις ευθύνες τους για τις άτεγκτες καταγραφές της ήττας από την εκλογική πραγματικότητα, χρήσιμο θα ήταν, προτού προσβάλλουν το εκλογικό σώμα με εκφράσεις του τύπου «ομίχλη στα μυαλά», διαστρεβλώνοντας, προφανώς τον επιστημονικό όρο “brain fog”, τουλάχιστον να διαβάσουν τα σχετικά συγγράμματα σωστά.
Μήπως είναι ύβρις να μιλούνε για «ομίχλη στα μυαλά» μιας κοινωνίας που μέχρι πρόσφατα έδινε σκληρή μάχη με την Πανδημία, όταν η διεθνής επιστημονική κοινότητα χρησιμοποιεί τον όρο “brain fog’’(Callan 2022) για να περιγράψει συμπτώματα νοητικών διαταραχών που μπορεί να ακολουθήσουν τη λοίμωξη από τον SARS-CoV-2;
Μήπως, τελικά, για αυτές τις 20 μονάδες διαφορά που ως δημοκρατική έκφραση της βούλησης ενός ελεύθερου λαού, δεν θα έπρεπε να «πονάνε» τόσο πολύ τον κ. Ξυδάκη ούτε να εμφανίζουν πενθηφορούντα τον κ. Τσίπρα, δεν φταίει κάποιο “long COVID” σύνδρομο, ούτε τα….εμβόλια (τα οποία είμαι βέβαιος πως δεν θα διστάσουν να τα ενοχοποιήσουν προσεχώς και αυτά, για τη συμπεριφορά του εκλογικού σώματος, αν αφεθούν αχαλιναγώγητα από τον αρχηγό τους και από το γραφείο Τύπου του ΣΥΡΙΖΑ, τα στελέχη του κόμματος της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης), αλλά ο διαχρονικά ανεύθυνος και αλλοπρόσαλλος πολιτικός λόγος του κ. Τσίπρα και το γεγονός πως οι πολίτες αναλογίστηκαν, πριν από την κάλπη, τι θα είχε συμβεί αν την Πανδημία είχε κληθεί να τη διαχειρισθεί εκείνος και ο κ. Πολλάκης, αντί για τον Κυριάκο Μητσοτάκη και τους συνεργάτες του;
Εκτός εάν ο κ. Ξυδάκης, μπροστά στο άγχος του για την «πολιτική εμμηνόπαυση» στην οποία φαίνεται να εισέρχεται ο ΣΥΡΙΖΑ, μετά το τελευταίο εκλογικό αποτέλεσμα μπερδεύθηκε με τις επιστημονικές αναφορές για την “brain fog" που ενίοτε επιπλέκει τη βιολογική εμμηνόπαυση (Jaff 2021).
Να το πούμε πιο απλά, τόσο στις εκλογικές αναμετρήσεις του 2015, όσο και στο σχετικό
δημοψήφισμα, ο λαός προτίμησε την πολιτική προοπτική του κ. Τσίπρα, γιατί απευθύνθηκε,
με τη φενάκη της οικονομικής επιβράβευσης που θα έφερνε η απαλλαγή από τα μνημόνια, σε μια κοινωνία στην οποία η οικονομική κρίση είχε αφήσει βαθύ το εντύπωμα της θλίψης.
Και οι θλιμμένοι άνθρωποι έχουν την προδιάθεση να επιλέγουν τις αποφάσεις που υπόσχονται «υψηλότερες αποδόσεις» με μεγαλύτερο κίνδυνο (Raghunathan & Phan 1999), καθώς η θλίψη επιδιώκει την επιβράβευση ως υποκατάστατο (Teran & Pascual 2018).
Από τότε, όμως, πολλά άλλαξαν και παρά τις αλλεπάλληλες κρίσεις που κληθήκαμε να
αντιμετωπίσουμε, η κοινωνία μας άφησε πίσω την «εθνική κατάθλιψη» της οικονομικής
κρίσης. Δεν ξέχασε, όμως, τις ψεύτικες υποσχέσεις και τους πρόσθετους και αχρείαστους
κινδύνους στους οποίους την υπέβαλλαν οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ με τη διαπραγμάτευση Βαρουφάκη.
Έτσι, όταν οι ψηφοφόροι μπήκανε στο παραβάν με τις «Δήμητρες» του Μέρα25, τα τοπικά νομίσματα του κ. Τσακαλώτου και τις δηλώσεις Κατρούγκαλου να ηχούν ακόμη στα αυτιά τους, το κυρίαρχο συναίσθημά τους ήταν το άγχος και αυτό που επιζητά κάποιος όταν καλείται να αποφασίσει υπό αγχογόνες συνθήκες είναι η μείωση της αβεβαιότητας και του κινδύνου. Για αυτό και είδαμε να θριαμβεύει η ρεαλιστική, συνετή και ασφαλής πρόταση του Κυριακού Μητοτάκη.
Είναι ασέβεια, λοιπόν, να μιλούν για ψηφοφόρους με «Σύνδρομο της Στοκχόλμης» και
ακόμη χειρότερα, να μετέρχονται τον τίτλο μιας ταινίας όπως «Ο θυρωρός της νύχτας», στην οποία αμφιλεγόμενες εικόνες του Ολοκαυτώματος πλαισιώνουν κινηματογραφικά τη
διεστραμμένη έλξη μιας πρώην κρατούμενης των Στρατοπέδων Συγκέντρωσης για τον
δεσμοφύλακά της.
Όχι κ. Ξυδάκη, δεν γέμισε ξαφνικά η Ελλάδα με «θυρωρούς της νύχτας», απλά στα χρόνια
της μεταπολίτευσης οι Έλληνες είδαμε πολλά και η κοινωνία ωρίμασε. Για αυτό δεν
πρόκειται να επιτρέψει άλλα λογοπαίγνια με «θυρωρούς». Έχοντας υποστεί την οδυνηρή
ακολουθία των μνημονίων οι Έλληνες δεν θα επέτρεπαν πλέον ούτε τη χαριτωμένη αναφορά του Κατσιφάρα στον χαρισματικό Ανδρέα Παπανδρέου, χωρίς τον οποίον «κάποιους δεν θα τους ήξερε ούτε ο θυρωρός της πολυκατοικίας τους».
Φάνηκε στις πρόσφατες εκλογές και θα καταγραφεί το ίδιο παραστατικά και στις επόμενες της 25 ης Ιουνίου πως οι επιλογές των πολιτών δεν αφήνουν χώρο για ανδρεοπαπανδρεϊκά κακέκτυπα, όπως αυτό που μιμείται ο στείρος λαϊκισμός του κ. Τσίπρα ή ο αντιχαρισματικός κ. Ανδρουλάκης.