Το θυμάμαι ακόμη, ήμουν στο τελευταίο έτος των σπουδών μου στην Ιατρική Σχολή του Α.Π.Θ., Μάιος του 2003, καθ’ οδόν προς τη Θεσσαλονίκη, την πόλη που για το φοιτητικό καπρίτσιο της λιώσαμε σε σχολικά και φροντιστηριακά έδρανα, την πόλη που ονειρεύονται χιλιάδες από τους μαθητές που προσέρχονται κάθε χρόνο, όπως και φέτος, για να εξεταστούν στις Πανελλήνιες και εγώ είχα πάρει να διαβάζω, μ’ ένα συναίσθημα περιέργειας ανάμικτης με νοσταλγία, τα προτεινόμενα θέματα που συμπεριλαμβάνονταν στο ένθετο μιας εφημερίδας, αφιερωμένο στις Πανελλήνιες Εξετάσεις, με τίτλο ο «Υποψήφιος».
Στις δικές μας εξετάσεις δεν υπήρχαν θέματα κατεύθυνσης και θέματα γενικής παιδείας, υπήρχαν μόνο Δέσμες, υπήρχαν Α.Ε.Ι. και Τ.Ε.Ι. και όχι ‘ανωτατοποιημένα’ ιδρύματα, υπήρχαν άλλα βιβλία που, ευτυχώς, εκσυγχρονίστηκαν. Λόγω αντικειμένου σπουδών ξεκίνησα από τα θέματα της Βιολογίας. Τα θέματα προέρχονταν κυρίως από τον χώρο της Γενετικής, γεγονός καθ’ όλα αναμενόμενο μια και η επιστήμη της Γενετικής ήδη (ανα)διαμόρφωνε καθημερινά με τις αλματώδεις εξελίξεις της το πρόσωπο των βιολογικών επιστημών, της Ιατρικής συμπεριλαμβανομένης.
Άρχισα να αξιολογώ τον εαυτό μου και δε διστάζω να ομολογήσω πως δε μπορούσα να ανταποκριθώ σε ένα μεγάλο μέρος των ερωτήσεων. Παρά τη μεγάλη βαθμολογία μου στην τότε «Βιολογία Δέσμης», παρά τις προσφερόμενες κατά τη διάρκεια των σπουδών μου γνώσεις Γενικής Βιολογίας, τα θέματα στα οποία καλούνταν να διαγωνιστούν, το 2003, οι μαθητές της Γ΄ Λυκείου για να χαρακτηριστούν ως κατάλληλοι για εισαγωγή στην Ιατρική Σχολή δεν ήταν και τόσο «βατά» για εμένα.
Τις επόμενες ημέρες έδειξα τα θέματα του ενθέτου σε αρκετούς συμφοιτητές μου και όλες οι διαπιστώσεις συνέκλιναν στο συμπέρασμα πως ο τελειόφοιτος της Γ΄ Λυκείου του 2003 είχε (τη στιγμή που τελειώνει το Λύκειο) περισσότερες –πιθανόν– γνώσεις Γενικής Βιολογίας από τον τελειόφοιτο του 6ου έτους της Ιατρικής. Η φαινομενική αυτή αντινομία έχει πολλές λογικές εξηγήσεις, ταυτόχρονα όμως αντανακλά τους ρυθμούς και τη φύση της γνώσης στον σύγχρονο κόσμο.
Η Γενική Βιολογία αποτελεί ένα μικρό κομμάτι της Ιατρικής Γνώσης και ως εκ τούτου είναι δικαιολογημένη μια σχετική αμηχανία των φοιτητών Ιατρικής μπροστά στα θέματα των εισαγωγικών, καθώς στο διάστημα των σπουδών μας γνώσεις ανατομίας και φυσιολογίας του ανθρώπου, παθολογίας, χειρουργικής και όλων των βασικών ιατρικών ειδικοτήτων στριμώχθηκαν στο γνωστικό πεδίο της μνήμης μας που κατελάμβανε κατ’ αποκλειστικότητα η πάλαι ποτέ «Βιολογία Δέσμης».
Ένας τελειόφοιτος του Βιολογικού, για παράδειγμα, θα μπορούσε να ανταποκριθεί καλύτερα αν του δινότανε τα ίδια θέματα, όπως και ένας τελειόφοιτος του Μαθηματικού δεν θα συναντούσε ιδιαίτερες δυσκολίες μπροστά στα «Μαθηματικά Κατεύθυνσης». Αυτή όμως είναι η μία μόνο «πλευρά του λόφου» ή καλύτερα του υψώματος που λέγεται επιστημονική γνώση. Είναι η πλευρά που έχει να κάνει με την εξειδίκευση γιατί, όσο ενδελεχέστερα μελετούμε ένα επιστημονικό πεδίο τόσο μικραίνει η ευρύτητα του γενικότερου ορίζοντα των γνώσεών μας και όσο μεγαλύτερος είναι ο πλουραλισμός των γνώσεών μας τόσο ρηχότερη είναι –αναγκαστικά– η κατανόηση των επιμέρους επιστημονικών θεμάτων.
Αυτή είναι η κατάρα και η ευχή των πεπερασμένων ικανοτήτων της ανθρώπινης μνήμης· να μη μπορεί να συγκρατήσει τα πάντα, να πρέπει να διακρίνει το σημαντικό από το σημαντικότερο (μια και στην περίπτωση της επιστήμης δεν υπάρχει ασήμαντο), το χρήσιμο από το χρησιμότερο. Ο homo universalis της Αναγέννησης έδωσε τη θέση
του στον homo specialis της εποχής μας.
Και από εδώ αρχίζει η άλλη πλευρά, η πλευρά που αφορά στους ταχύτατους ρυθμούς συσσώρευσης επιστημονικής γνώσης, στις ιλιγγιώδεις ταχύτητες αλλαγής των επιστημονικών δεδομένων. Ως μαθητές λυκείου διδαχθήκαμε τη βιολογία από ένα βιβλίο που ακόμη και για τη δικιά μας εποχή, την εποχή που κλωνοποιήθηκε η Dolly (το διάσημο πρόβατο), θεωρείτο ξεπερασμένο.
Το βιβλίο όμως αυτό ήταν περισσότερο ενημερωμένο σε σύγκριση με τα «νεολιθικά» συγγράμματα Βιολογίας που μας υποδέχθηκαν στο πρώτο έτος, συγγράμματα που αν είχαν εκδοθεί λίγο νωρίτερα μπορεί να μην είχαν προλάβει ακόμη και αυτήν την ανακάλυψη της διπλής έλικας του DNA. Στην εποχή του 2003, επτά χρόνια δηλαδή και με την αλλαγή ενός αιώνα από το 1996 που κλωνοποιήθηκε η Dolly, για να υποβληθεί τον Ιούλιο του 2003 σε ευθανασία λόγω προχωρημένης αρθροπάθειας (οφειλόμενης σε πρόωρη γήρανση) και με το ανθρώπινο γονιδίωμα να έχει ήδη αποκρυπτογραφηθεί, οι μαθητές του λυκείου που κατευθύνονταν προς τις Ιατρικές σχολές διδάσκονταν τη βιολογία από ένα βιβλίο σαφώς πιο εναρμονισμένο με τις σύγχρονες εξελίξεις.
Ο ρυθμός της επιστημονικής προόδου είναι πραγματικά ασύλληπτος. Νέα δεδομένα
προστίθενται καθημερινά στον ήδη αποθησαυρισμένο όγκο γνώσεων άλλοτε αλλάζοντας, άλλοτε συμπληρώνοντας και πάντως σίγουρα τροποποιώντας τη γενική εικόνα της επιστήμης και του κόσμου μας, ο οποίος χρησιμοποιώντας «τη γνώση ως καύσιμο», όπως γράφει και ο Άλβιν Τόφλερ, αλλάζει ραγδαία σε όλα τα επίπεδα.
Τους ταχύτατους αυτούς ρυθμούς συσσώρευσης γνώσεων οφείλει να παρακολουθεί η εκπαίδευση αν θέλει να εκπληρώσει τον ρόλο της προετοιμάζοντας τους νέους για τις ογκούμενες απαιτήσεις και τις πολλαπλάσιες ευκαιρίες του «αύριο». Η πληροφορική προσφέρει αυτήν τη δυνατότητα καθιστώντας τις αποταμιευμένες γνώσεις εύκολα προσβάσιμες και γρήγορα ανανεώσιμες, το Διαδίκτυο παγκοσμιοποιεί τη γνώση ακόμη και στο επίπεδο των γυμνασίων.
Στον χώρο της εκπαίδευσης, όλα αλλάζουν. Στα δικά μου λυκειακά χρόνια κάνοντας σκαστό από το μάθημα κερδίζαμε έναν συντροφικό καφέ και χάναμε μια ώρα (συνήθως ανιαρής) παράδοσης. Οι μαθητές του 2003 μπορούσανε να «το σκάσουνε» και να απολαύσουν τον παράνομο καφέ τους σ’ ένα internet-café, όπου μέσω των ηλεκτρονικών διευθύνσεων μπορούσαν να συλλέξουν μέσα σε ελάχιστο χρόνο ενδιαφέρουσες γνωστικές πληροφορίες τις οποίες ένας μη εξοικειωμένος με τον χώρο της πληροφορικής καθηγητής των αρχών του 21ου αιώνα δεν θα μπορούσε να τους προσφέρει.
Φυσικά δεν εξυπονοώ πως το χαλαρωτικό σερφάρισμα στο internet μπορεί να αντικαταστήσει τη διαντίδραση δασκάλου - μαθητή, ούτε υπεισέρχομαι στην ανάλυση της σύγχρονης πραγματικότητας που κάθε μαθητής έχει και το δικό του smartphone, ούτε σχολιάζω τις επικίνδυνες σχέσεις τις ανηλικότητας με τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Απλά, το 2003, αρθρογραφώντας ως φοιτητής της Ιατρικής προσπαθούσα να δείξω ότι όλα αλλάζουν και πως η εκπαίδευση πρέπει να έχει την απαραίτητη πλαστικότητα δομών και εφαρμογών ώστε να ενσωματώνει τις αλλαγές και να τις διαχειρίζεται προς το παιδευτικό συμφέρον των μαθητών.
Των μαθητών που η προσοχή τους την ώρα του μαθήματος ερωτοτροπεί με τις ηλεκτρονικές συγχορδίες των αναπάντητων στα κινητά, των μαθητών που εδώ και 20 χρόνια, ερωτεύονται με μηνύματα και επικοινωνούν με πολυμέσα. Αυτών των μαθητών που όσοι φοιτητές τελειώσαμε το λύκειο τον περασμένο αιώνα, όσοι δεν πληρώσαμε στο κυλικείο με ευρώ, όσοι δεν είχαμε instagram και tiktok στα μαθητικά μας χρόνια, θα δυσκολευόμαστε να βρούμε κοινά σημεία επαφής μαζί τους, γιατί οι επιταχυνόμενες εξελίξεις δοκιμάζουν την προσαρμοστικότητά μας, βαθαίνουν και διευρύνουν το χάσμα των γενεών που αρχίζει να εμφανίζεται ακόμη και ανάμεσα σε νέους της ίδιας «γενιάς».
Μετροφυλλώντας (όπως έλεγε και ο Καζαντζάκης) το ένθετο, το μάτι μου έπεσε στα θέματα και των άλλων μαθημάτων, στα ολοκληρώματα των μαθηματικών που σαν αραβουργήματα σκέπαζαν τις σελίδες στα τετράδια των συμμαθητών μου της 1ης Δέσμης, στη μονοτονία και στα ακρότατα των συναρτήσεων, στους περιστρεφόμενους δίσκους της φυσικής, στο άγνωστο των αρχαίων, στις συμβουλές των ειδικών για την αντιμετώπιση του «stress» των εξετάσεων που κάποια χρόνια μετά θα ήμουν εγώ εκείνος που θα της έγραφε, δηλώνοντας –όμως– πρόθυμος να ανταλλάξω τη θέση μου με αυτήν των εξεταζόμενων μαθητών. Είναι αλήθεια πως όλα αλλάζουν μα κάποια άλλα, ίσως τα σημαντικότερα, παραμένουν αμετάβλητα.
Απαράλλαχτο μένει το άγχος του μαθητή πριν τα θέματα, η υπναγωγική αυτοεξέταση λίγο πριν ξαπλώσει το βράδυ πριν από τις εξετάσεις, τότε που νομίζει πως δεν θυμάται «τίποτα». Ίδια έχει μείνει και η αγωνία των καθηγητών που στην προσπάθεια και στη μεθοδικότητά τους επενδύονται τα όνειρα τόσων νέων ανθρώπων.
Το ίδιο συγκινητικές δείχνουν ακόμη οι φιγούρες των γονιών έξω από τα εξεταστικά κέντρα
όπου διαγωνίζονται οι προσδοκίες τους. Μπορεί οι λύσεις των θεμάτων να προσφέρονται πια και στο internet αλλά κανένα http:// δεν πρόκειται να αντικαταστήσει τον συναισθηματικό παλμό καθηγητών και μαθητών όταν κοιτούν τις λύσεις στο φροντιστήριο, λίγο μετά τις εξετάσεις.
Η Θεσσαλονίκη πλησίαζε τρεμοπαίζοντας μαργιόλικα τα φώτα της, μάτια που ανοιγόκλειναν με νόημα. Στον νου μου ήρθε ένας καθηγητής μου στης Φυσική των Πανελληνίων που είχε πεθάνει πρόωρα όταν ήμουν ήδη φοιτητής, ο «μεγάλος εκλιπών», ο Χρ. Νασίκας, ο άνθρωπος που μας έμαθε να υπολογίζουμε το βεληνεκές των ονείρων μας, να κρατούμε αδιαβατικές από το άγχος τις προσπάθειές μας και να προσδιορίζουμε οριακές τις ταχύτητες των στόχων μας μέσα στα μαγνητικά πεδία των αισθημάτων μας. «Δεν κάνουμε Φυσική» έλεγε ο «δάσκαλος» την ώρα του μαθήματος «κάνουμε Αρχαία!» θέλοντας να δείξει την αξία της γλώσσας, του «λόγου», στην κατανόηση των ασκήσεων και στη σαφή διατύπωση των απαντήσεων, θέλοντας να δείξει πως ακόμη και στον σημερινό κόσμο της κατακερματισμένης επιστήμης και της υπερεξειδίκευσης, η γνώση είναι ουσιαστικά μία και ενιαία.
Μέσα από τέτοιες παραδόσεις μας δίδαξε τελικά Ζωή… Παρά την ψυχική δοκιμασία των Πανελληνίων θα ξαναγύριζα ευχαρίστως στα μαθητικά θρανία του σχολείου και των φροντιστηρίων… Έτσι για να μελετήσω την ισορροπία σ’ ένα κεκλιμένο επίπεδο, για να αθροίσω τη θερμότητα των εναλλασσόμενων πυρακτώσεων ενός αγωγού, για τις συνθήκες έλλειψης βαρύτητας στους δορυφόρους, για την ορμή που ανακρούεται και για το κύκλοτρο. Και θα γυρνούσα, πρόθυμα, ακόμη πιο πίσω, στα μαθητικά χρόνια της κεντρομόλου, των «εντός εναλλάξ», της παραγοντοποίησης, των εγγεγραμμένων και των επίκεντρων γωνιών που μου τις δίδαξε ο πατέρας μου….
«Δύναμη φάντασμα» η φυγόκεντρος –πατέρα– που κάθε νύχτα συνομιλεί με τον αμλετισμό όσων η ευαισθησία τους, τους έκανε να αγαπήσουνε πραγματικά τις φυσικές επιστήμες, πρόσεξε μην παραλλάξει την τροχιά που διαγράφεις δορυφορούμενος τοις απλανοίς. Κάθε φορά που βλέπω το σχήμα μίας άσκησης «δορυφορούμενη τω Πατρί» η σκέψη μου, όπως λένε και την Κυριακή στις εκκλησίες, σε πείσμα της Δευτέρας που επιμένει να αποδεικνύει
μαθηματικά και αναπόδραστα πως η ζωή δεν είναι παρά μια προσωρινή αντίφαση της
εντροπίας…
Χρίστος Χ. Λιάπης, Φοιτητής Ιατρικής Α.Π.Θ., όταν έγραφα το συγκεκριμένο άρθρο, το 2003 – και τώρα
Υ.Γ.: Εύχομαι ολόψυχα καλή τύχη και τις προσδοκώμενες επιτυχίες σε όλα τα παιδιά που διαγωνίζονται στις Πανελλήνιες. Καλή δύναμη, παιδιά, και μην ξεχνάτε πως η σωστή μελλοντική διαχείριση της επιτυχίας είναι έργο σημαντικότερο και δυσκολότερο από την ίδια την επίτευξη της επιτυχίας.