Κατά τις διδαχές του Αριστοτέλη (Πολιτικά: 1291b30 και εξής) για να λειτουργήσει η βέλτιστη μορφή Δημοκρατίας χρειάζονται βασικά προαπαιτούμενα. Το σημαντικότερο εξ αυτών είναι ο σεβασμός του πολίτη στον νόμο και στις εξουσίες που αναλαμβάνουν τη διαχείριση του πολιτεύματος. Ο σεβασμός αυτός τίθεται ως υποχρέωση, όχι ως ευχολόγιο. Η υποχρέωση αυτή είναι conditio sine qua non, ήτοι για να υπάρχει Δημοκρατία, πρέπει να ισχύει αξιωματικά.

Όποιος καμώνεται ότι δεν το κατανοεί και ομιλεί περί «σεβασμού στους θεσμούς που κερδίζεται», επιθυμεί την μπαχαλοποίηση του πολιτεύματος για ίδιον όφελος (προσωπικό, κομματικό, οικονομικό ή ό,τι άλλο). Επιθυμεί την απονομιμοποίηση του πολιτεύματος, την έκπτωση των θεσμών, τη μετάβαση σε οχλοκρατία και λαϊκά δικαστήρια και εν τέλει τον καθολικό εκφασισμό της κοινωνίας.

Κατά τον Αριστοτέλη, στα λαϊκά δικαστήρια επικρατούν οι δημαγωγοί, οι οποίοι «επηρεάζουν τη γνώμη του λαού, επειδή τα πλήθη υπακούουν σ' αυτούς. Ακόμη κι αυτοί που απαγγέλλουν κατηγορίες εναντίον των νομίμων αρχόντων λένε ότι θα τους δικάσει ο λαός, κι ο λαός ευχαρίστως δέχεται αυτή την πρόκληση, ώστε μ' αυτό τον τρόπο να καταργηθεί κάθε εξουσία. Και δικαιολογημένα θα μπορούσε να κατακρίνει κάποιος μια δημοκρατία αυτού του είδους ότι δεν έχει κανένα πολίτευμα, αφού εκεί όπου δεν έχουν ισχύ οι νόμοι, δεν υπάρχει πολιτεία».

Σε αυτό το σημείωμα δεν κρίνουμε τι ορέγεται ο καθείς και υπό ποίο πρόσχημα – γούστα είναι αυτά. Κάποτε ο σοφός λαός έστειλε στη Βουλή ένα κόμμα που καταδικάστηκε ως εγκληματική οργάνωση. Απλά να είμαστε συνεννοημένοι για να μην το παίζουμε ανήξεροι στο (εγγύς) μέλλον.