Για όλους εμάς πέρασαν δεκατρία χρόνια από κείνο το μεσημέρι στη Σταδίου, που μας έπνιξε ο καπνός και η αντάρα, το μαύρο σύννεφο που ανέβαινε στον αθηναϊκό ουρανό με προσάναμμα τους εργαζόμενους της Marfin.
Για τους συγγενείς τους, τους γονείς, τα παιδιά, τους αγαπημένους δεν μπορώ να φανταστώ πώς κύλησε ο χρόνος, ίσως παραμένει ακόμη ασάλευτος σαν την πέτρα που πλάκωσε την καρδιά τους, σαν το μάρμαρο που στήθηκε αργότερα –και βανδαλίστηκε αμέσως– για να μας θυμίζει πόσο ολέθριος μπορεί να γίνει ο άνθρωπος όταν δρα σαν αγέλη, γιατί αγέλη ήταν εκείνη που όρμησε τότε στην τράπεζα, εκεί ήμουν και τα θυμάμαι όλα, τις φωνές, το μίσος, τα συνθήματα, τον ήλιο που έκαιγε τα πρόσωπα και σε ελάχιστα δευτερόλεπτα σκοτείνιασε, την τύχη να αλλάξω πεζοδρόμιο μια στιγμή νωρίτερα, μια στιγμή που έσωσε εμένα, αλλά έκαψε τέσσερις ανθρώπους – όλα έγιναν σε μια στιγμή που άφησε σημάδι βαθύ κι έγινε πεδίο άλλοι να κλάψουν, άλλοι να γράψουν, άλλοι να χαρούν. Ναι, να χαρούν. Με αυτήν την τρελή χαρά για τον ξένο θάνατο...
Πέρασαν οι μέρες, έγιναν χρόνια, έγινε κι ο θυμός αρρώστια βαριά, γέμισε ο τόπος πληγές, οι καπνοί εισχώρησαν βαθιά στα ρουθούνια, έγινε ο νέος μας αέρας, ήπιαμε πολύ από το θολό νερό της αγανάκτησης, σκεπάσαμε βιαστικά τους νεκρούς εκείνης της ημέρας, έμεινε άταφο το γιατί, χάσκει ανάμεσα στους μαυρισμένους τοίχους το φάντασμα μιας χώρας που μίσησε πολύ το άλλο της μισό, αυτό το μίσος το μύριζες στον αέρα εκείνο το μεσημέρι, ήταν φανερό ότι θα γίνει το κακό, σε μια ακίνητη στιγμή κάποιος από μας, δεν θυμάμαι ποιος, είπε «ελάτε από δω», απομακρυνθήκαμε λίγο, με δυσκολία, με σωματική λογική, βγήκαμε από τον κλοιό της εκδίκησης, γυρίσαμε το κεφάλι προς το μαύρο σύννεφο, κάτι καίγεται, μια μολότοφ, ένα σπίρτο – ήταν άνθρωποι.
Να μην τους ξεχάσουμε, να τιμωρηθούν οι φταίχτες, να αποδοθεί δικαιοσύνη, μετά προστέθηκαν κι άλλοι νεκροί, να μιλήσουμε, να μην τους ξεχάσουμε, να αποδοθεί δικαιοσύνη, να κλάψουμε, να γελάσουμε, να ξεχάσουμε, πάθαμε, τώρα να μάθουμε, να ζήσουμε γιατί κάποιοι από μας είναι νεκροί…