Στις δυτικές κοινωνίες η ευαισθησία διαβαθμίζεται αναλόγως των συμφερόντων.
Φαντάζεστε ποια θα ήταν η έκβαση του πολέμου εάν οι χώρες που συμμετείχαν εναντίον του ναζισμού και του φασισμού αισθάνονταν στους τρεις πρώτους μήνες «κουρασμένες»; Μήπως έχετε σκεφτεί πώς θα ήταν η Ευρώπη υπό την κυριαρχία του Χίτλερ στην περίπτωση που ο πρόεδρος Ρούσβελτ δεν είχε βάλει την Αμερική σ’ έναν «ευρωπαϊκό» πόλεμο; Εντάξει, μεσολάβησε το Περλ Χάρμπορ που επέσπευσε την απόφαση, αλλά σε κάθε περίπτωση η είσοδος των Αμερικανών άλλαξε τη ροή της ιστορίας.
Ολα αυτά έχουν σημασία γιατί φαίνεται ότι η μνήμη ενίοτε απούσα, σε πολλές περιπτώσεις με την επιλεκτικότητα που τη διακρίνει, και κρατώντας ίσες αποστάσεις από το θύμα με τον θύτη, εφευρίσκει ελαφρυντικά υπέρ του δεύτερου. Το παράδειγμα ορισμένων χωρών της Ευρωπαϊκής Ενωσης, αλλά και μιας μερίδας της ευρωπαϊκής κοινής γνώμης που κινείται στη λογική του «άντε, να τελειώνουμε», δείχνει ότι η «κόπωση» λειτουργεί σε βάρος των αδυνάτων. Και στην προκειμένη περίπτωση, υπέρ ανελεύθερων και αντιδημοκρατικών καθεστώτων.
Είναι προφανές ότι η εισβολή της Ρωσίας του Πούτιν αποτελεί κατάφωρη παραβίαση του διεθνούς δικαίου, όπως συνέβη με την εισβολή του Χίτλερ στην Πολωνία και στην Τσεχοσλοβακία, και την αντίστοιχη εισβολή του Μουσολίνι στην Ελλάδα. Οπως ακριβώς και με την εισβολή της Τουρκίας στην Κύπρο. Παρά τις ανθρώπινες ζωές που χάθηκαν στα πεδία των μαχών, αλλά και των θυμάτων στα ναζιστικά κρεματόρια των στρατοπέδων συγκέντρωσης, η δημοκρατία και η ελευθερία νίκησαν την «κούραση».
Κάτι που δυστυχώς δεν συνέβη στην Κύπρο, όπου η διεθνής κοινή γνώμη και οι κυβερνήσεις των δημοκρατικών χωρών μπήκαν στη λογική τού «άντε, να τελειώνουμε», του «βρείτε μια λύση», μέχρι του «μας κουράσατε». Και, όπως προαναφέρθηκε, αυτή η «λογική» ευνοεί πάντα τον θύτη. Ετσι και τώρα διαφαίνεται ότι έχουν αρχίσει οι πιέσεις ώστε ο Ζελένσκι να κάνει παραχωρήσεις, τέτοιες που θα δικαιολογούν εμμέσως τις δικαιολογίες που επικαλέστηκε ο Πούτιν ώστε να εισβάλλει σ’ ένα ανεξάρτητο και κυρίαρχο κράτος.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι δικτάτορες στη σύγχρονη εκδοχή τους αξιοποιούν στο έπακρο την ανασφάλεια που αισθάνονται οι κοινωνίες της Δύσης λόγω ενός πολέμου που δεν έχει ημερομηνία λήξης, αλλά και του συγκριτικού πλεονεκτήματος που έχουν αυτά τα καθεστώτα έναντι των δημοκρατικών χωρών. Πολύ απλά γιατί στα αυταρχικά καθεστώτα τύπου Ρωσίας οι λαοί δεν έχουν την… πολυτέλεια να «κουραστούν», ενώ στις δυτικές κοινωνίες η ευαισθησία διαβαθμίζεται αναλόγως των συμφερόντων και της «κούρασης» των λαών. Βλέπετε, οι εκλογές στη δημοκρατία δεν είναι… είδος πολυτελείας, αλλά κοστίζουν.
Οι υπερπτήσεις ενός υπερφίαλου εθνολαϊκισμού
Ο Ερντογάν συνηθίζει να προβαίνει σε προκλητικές δηλώσεις, το περιεχόμενο των οποίων διακρίνεται για την οξύτητά του. Συνήθως έχουν δεσμευτικό χαρακτήρα, αλλά δεν ισχύουν επί μακρόν, όπως συνέβη με τον Μακρόν. Oπως συνέβη με τον Ντράγκι, αλλά και με τον Eλληνα πρωθυπουργό στο πρόσφατο παρελθόν. Εχει τον «τρόπο» του να υπερίπταται των προβλημάτων που αντιμετωπίζει η χώρα του, ασκώντας το δικαίωμα στη ματαιοδοξία με υπερφίαλους εθνολαϊκιστικούς αμανέδες.
Στην προκειμένη όμως περίπτωση το πρόβλημα δεν είναι η ρητορική του Τούρκου προέδρου, ούτε ο ψυχισμός του μετά την τραυματική εμπειρία που του άφησε το σε βάρος του αποτυχημένο πραξικόπημα. Το πρόβλημα είναι ότι ο Ερντογάν, σ’ ένα ιδιαιτέρως ασταθές περιβάλλον λόγω του πολέμου στην Ουκρανία, τζογάρει με την ιδιότητα του επιτηδευμένου «ουδέτερου» διεκδικώντας τα λάφυρα ενός πολέμου, που ενώ δεν είναι δικός του πασχίζει να του αναγνωριστεί ο ρόλος του «διαμεσολαβητή».
Εχετε, όμως, αναρωτηθεί τι θα κάναμε χωρίς αυτόν;
Από την έντυπη έκδοση της εφημερίδας “Τo Μanifesto”