Η ΕΚΤ, αφού παρενέβη καθυστερημένα κατά του πληθωρισμού, θεωρώντας ότι η αύξηση ήταν παροδική, τώρα, επιμένοντας στην πολιτική της αύξησης των επιτοκίων, προχώρησε στη δέκατη μέσα σε 14 μήνες αύξηση σε ποσοστό 4,5%. Πρόκειται για μια ακατανόητη απόφαση με την οποία διαφώνησε ο διοικητής της ΤτΕ Γιάννης Στουρνάρας και η οποία θα έχει αρνητικό αντίκτυπο στη ζήτηση και τις επενδύσεις. Η απόφαση ήταν πλειοψηφική, αλλά αυτό δεν αλλάζει την επικίνδυνη τροχιά που διαγράφεται για την πραγματική οικονομία, το οικογενειακό εισόδημα και την επιχειρηματική δραστηριότητα.

Είναι προφανές ότι η αύξηση στο βασικό επιτόκιο αναχρηματοδότησης κατά ένα τέταρτο της ποσοστιαίας μονάδας θα εντείνει τη συνεχιζόμενη μείωση των τραπεζικών πιστώσεων προς τις επιχειρήσεις που ασχολούνται, μεταξύ άλλων, με την ενεργειακή και περιβαλλοντική μετάβαση σύμφωνα με τους στόχους της Ε.Ε. Η εφαρμογή του ΕΠΑ μπορεί επίσης να επηρεαστεί από την πιστωτική κρίση, μειώνοντας έτσι την αναμενόμενη συμβολή των επενδύσεων στον επιχειρηματικό κύκλο. Επιπλέον, αυτή η απόφαση θα επιβαρύνει περαιτέρω τους δημόσιους λογαριασμούς και θα επιβραδύνει την ανάπτυξη στην ευρωζώνη.

Διεθνείς αναλυτές θεωρούν ότι η απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΚΤ, ουσιαστικά της Κριστίν Λαγκάρντ, μπορεί να οδηγήσει την Ευρώπη στην ύφεση, κάτι που ήδη παρατηρείται στη Γερμανία και που έχει πολιτικό αντίκτυπο με την αύξηση των ποσοστών των Εναλλακτικών ακροδεξιών του AfD. Το πρόβλημα όμως δεν αφορά μόνο την ατμομηχανή της Ευρώπης, αλλά και τα «βαγόνια» της, κυρίως τις χώρες που οι οικονομίες τους εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από την οικονομία της Γερμανίας.