Δεν είναι μόνο η αντιμετώπιση της βίας στα πανεπιστημιακά ιδρύματα που η κυβέρνηση θέτει ως κεντρικό στόχο. Είναι και οι καταλήψεις. Αυτές που βλέπουμε στα χρόνια της μεταπολίτευσης και που σε ορισμένες σχολές έχουν μόνιμο χαρακτήρα.
Είτε πρόκειται για «στέκια» είτε για καταλήψεις στο πλαίσιο κινητοποιήσεων, ουσιαστικά είναι μια μορφή βίας σε βάρος της πλειονότητας των φοιτητών, που βρίσκονται αντιμέτωποι με συνέπειες όπως οι απώλειες εξαμήνων και η καθυστέρηση στην ολοκλήρωση των σπουδών τους.
Γονείς πληρώνουν ενοίκια για περισσότερο χρόνο και φοιτητές καθυστερούν την εύρεση εργασίας εξαιτίας αυτού του φαινομένου, που η αλήθεια είναι πως έχει περιοριστεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια. Επίσης, έχει σχεδόν εξαφανιστεί και το φαινόμενο της μακροχρόνιας κατάληψης χώρων, όπως το κυλικείο της Πολυτεχνειούπολης, στο οποίο κάποιοι επιχείρησαν να βάλουν αφίσες, θεωρώντας ενδεχομένως πως παραμένει ιδιοκτησία τους.
Η επίθεση κατά της γυναίκας που έχει αναλάβει τη διαχείρισή του και ο τρόπος που την αντιμετώπισαν δείχνει τη νοοτροπία με την οποία κάποιοι εξακολουθούν να κινούνται. Και αφού η Αστυνομία τους έδιωξε, τώρα κυκλοφορούν με απειλητικές διαθέσεις. Δεν είναι άλλωστε άγνωστο ότι όταν χώροι απελευθερώνονται από καταληψίες, οι κατά τη γνώμη τους «ιδιοκτήτες» επιχειρούν κατά διαστήματα την ανακατάληψή τους.
Οι πανεπιστημιακές αρχές οφείλουν να λάβουν μέτρα. Να εφαρμόσουν τους νόμους και να επιτρέψουν την πραγματική ελεύθερη διακίνηση ιδεών και κυρίως την ελεύθερη μετακίνηση των φοιτητών. Να σεβαστούν οι αρμόδιες αρχές και τους φοιτητές και τους γονείς και την κοινωνία, αλλά και τη χώρα που εκτίθεται με τα φαινόμενα βίας που δύσκολα έως καθόλου συναντά κανείς σε πανεπιστήμια του εξωτερικού. Για τον λόγο αυτό υπάρχει το αυτοδιοίκητο και δίνονται πόροι από το κράτος για μέτρα φύλαξης.
Σε κάθε περίπτωση προ των ευθυνών τους τίθενται και τα κόμματα της αντιπολίτευσης. Ειδικά σε όσους προσφέρουν πολιτική κάλυψη στους κατ’ εξακολούθηση παραβατικούς.
*Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην έντυπη έκδοση του «Μανιφέστο».