Η τελευταία Σύνοδος του Οργανισμού Ισλαμικής Συνεργασίας στην Κωνσταντινούπολη επιφύλασσε μια ηχηρή ψυχρολουσία για την Άγκυρα. Παρά τις επίμονες προσπάθειες της τουρκικής ηγεσίας να ενσωματώσει φιλοτουρκικά ψηφίσματα για τη Θράκη και την Κύπρο, έξι αραβικά κράτη – Αίγυπτος, Ιράκ, Σαουδική Αραβία, Κουβέιτ, Λίβανος και Μπαχρέιν – κράτησαν αποστάσεις και διατύπωσαν επίσημες επιφυλάξεις.

Πίσω από αυτή την εξέλιξη, δεν κρύβεται κάποια συγκυριακή διαφοροποίηση. Κρύβεται η συστηματική εξωτερική πολιτική της κυβέρνησης Μητσοτάκη, που με σταθερά βήματα έχει κατορθώσει να μετατρέψει την Ελλάδα σε αξιόπιστο συνομιλητή και στρατηγικό εταίρο στον αραβικό κόσμο. Η στενή σχέση της Ελλάδας με την Αίγυπτο έχει παγιωθεί σε όλα τα επίπεδα – από την οριοθέτηση ΑΟΖ, έως τη συνεργασία στην ενέργεια, την άμυνα και την ασφάλεια. Η Αίγυπτος δεν είναι πια απλώς «φιλική χώρα», αλλά κρίσιμος πυλώνας ισορροπίας στην Ανατολική Μεσόγειο, σε απόλυτο συντονισμό με την Αθήνα.

Αντίστοιχα, η προσωπική επαφή του Κυριάκου Μητσοτάκη με τον ντε φάκτο ηγέτη της Σαουδικής Αραβίας, Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν, έχει ανοίξει έναν νέο δίαυλο υψηλής πολιτικής και γεωπολιτικής βαρύτητας. Η αποστολή της ελληνικής πυροβολαρχίας Patriot στη Σαουδική Αραβία – που λοιδορήθηκε από την αντιπολίτευση ως «επικίνδυνη εμπλοκή» – αποδείχθηκε καταλύτης για την ενίσχυση της διμερούς σχέσης. Σήμερα, οι τομείς συνεργασίας επεκτείνονται σε ενέργεια, ασφάλεια, τεχνολογία και επενδύσεις, με την Ελλάδα να καταγράφει σημαντικά διπλωματικά και οικονομικά οφέλη.

Κι ενώ αυτά συμβαίνουν στο διεθνές πεδίο, η ελληνική αντιπολίτευση επιμένει να υποτιμά τα επιτεύγματα, εγκλωβισμένη σε εσωστρεφή μικροπολιτική. Επικρίνει, χωρίς να προτείνει. Φωνασκεί, αλλά δεν ακούει. Δεν εξηγεί, για παράδειγμα, πώς έξι μουσουλμανικά κράτη αρνήθηκαν να στηρίξουν τα τουρκικά ψηφίσματα για Θράκη και Κύπρο, αν όχι επειδή αναγνωρίζουν την αξιοπιστία και τη σοβαρότητα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής.

Η Ελλάδα σήμερα δεν απαντά στην τουρκική προπαγάνδα με ανακοινώσεις, αλλά με σχέσεις, δεσμούς, συμφωνίες και συμμαχίες. Και αυτή η πολιτική φέρει καθαρά την υπογραφή του Κυριάκου Μητσοτάκη.