Τι ήταν τελικά αυτό το περιβόητο «σύμφωνο φιλίας» που υπέγραψαν οι ηγέτες Ελλάδας και Τουρκίας; Εχει δεσμευτική ισχύ; Παράγει πολιτικά και γεωπολιτικά αποτελέσματα; Κατ’ αρχάς, την υπογραφή ενός τέτοιου συμφώνου επεδίωξε ήδη από το 1976 ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, αλλά δεν προχώρησε διότι η Τουρκία προσπάθησε να το συνδέσει με δεσμεύσεις της Ελλάδας περί μη άσκησης του δικαιώματός της για αύξηση των χωρικών της υδάτων. Το θέμα της υπογραφής επανέφερε ο Ανδρέας Παπανδρέου το 1981 προτείνοντας «σύμφωνο φιλίας και μη επιθέσεως», το οποίο η Τουρκία απέρριψε εύσχημα ως ανεδαφικό «αφού δεν νοείται επίθεση μεταξύ μελών του ΝΑΤΟ». Η πρόταση ετέθη εκ νέου το 1992 από τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη, ο οποίος έξυπνα αντικατέστησε τον όρο «μη επίθεση» με τον όρο «καλή γειτονία». Η τουρκική πλευρά κωλυσιέργησε έντεχνα και ο μετέπειτα θάνατος του Τουργκούτ Οζάλ έδωσε την αφορμή να παγώσουν οι συζητήσεις.

Το κείμενο που εισηγήθηκε ο Κυριάκος Μητσοτάκης και έγινε αποδεκτό από την τουρκική πλευρά δεσμεύει τα δύο μέρη σε τρία επίπεδα: α) στην υλοποίηση Μέτρων Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης (ΜΟΕ), β) στη συνεργασία σε τομείς αμοιβαίου συμφέροντος (τουρισμός, ενέργεια κ.λπ.) και γ) στην επανέναρξη των διερευνητικών συνομιλιών για πολιτική επίλυση των ελληνοτουρκικών ζητημάτων. Η υπογραφή του συμφώνου αυτού δεν αποτελεί διεθνή συμφωνία και κατά τούτο δεν δεσμεύει τις δύο πλευρές κατά τους ορισμούς του Διεθνούς Δικαίου. Επίσης, κατά τη ρητή αναφορά του προοιμίου της «δεν θίγει εκατέρωθεν νομικές θέσεις» των δύο πλευρών – π.χ. την απεμπόληση του δικαιώματος της Ελλάδος να αυξήσει τα χωρικά της ύδατα. Η υπογραφή της διακηρύξεως επιβεβαιώνει τις υπαρκτές διαφωνίες που υπάρχουν και θέτει έναν οδικό χάρτη ώστε να γίνουν θετικά βήματα στο μέλλον.