Σε ανάλυση των σεναρίων της κάλπης στην Ελλάδα προχώρησαν δώδεκα διεθνείς οίκοι αξιολόγησης, υπογραμμίζοντας τις ισχυρές προοπτικές που έχει η Ελλάδα στο δημοσιονομικό μέτωπο, έπειτα και από την υπεραπόδοση που έχει καταγράψει το τελευταίο διάστημα έναντι της ευρωζώνης. Διαμηνύουν εμμέσως πλην σαφώς πως ο καλύτερος δρόμος για τη χώρα είναι να μην υπάρξει οπισθοχώρηση από τον δρόμο της σημαντικής βελτίωσης που ακολουθείται έως σήμερα. Αυτό εξάλλου αποτελεί και το εισιτήριο για την επενδυτική βαθμίδα.
Οι οίκοι αξιολόγησης έχουν σημειώσει άλλωστε πως το σημαντικό για την Ελλάδα είναι μετά τις κάλπες να μην υπάρξει εκτροχιασμός της τρέχουσας θετικής πορείας της χώρας με συνέχιση της ενίσχυσης της ανάπτυξης και των επενδύσεων και τη μείωση του δείκτη χρέους.
Όπως τόνισε η Fitch σε πρόσφατη έκθεσή της οι δημοσκοπήσεις δίνουν στη Νέα Δημοκρατία ένα σταθερό προβάδισμα έναντι του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά δείχνουν ότι κανένα κόμμα δεν θα κερδίσει την απόλυτη πλειοψηφία, καθιστώντας πιθανές δεύτερες εκλογές. Η πιο εποικοδομητική σχέση μεταξύ των ελληνικών κυβερνήσεων και των διεθνών πιστωτών τα τελευταία χρόνια υποστηρίχθηκε από ένα πιο σταθερό εγχώριο πολιτικό σκηνικό, το οποίο συνέβαλε στην ανοδική δυναμική της αξιολόγησης της χώρας. Το βασικό σενάριο του οίκου είναι, συνεπώς, ότι η πολιτική θα παραμείνει σε γενικές γραμμές σταθερή μετά τις κοινοβουλευτικές εκλογές του 2023.
Στις ίδιες γραμμές κινούνται και οι θέσεις των υπόλοιπων οίκων. Η S&P για παράδειγμα έχει σημειώσει ότι πιστεύει ότι το Ταμείο Ανάκαμψης - καθώς και τα απτά οφέλη της σημαντικής προόδου στην αναδιάρθρωση της οικονομίας την τελευταία δεκαετία - θα παράσχει κίνητρο στις όποιες αρχές εκλεχθούν να συνεχίσουν να εφαρμόζουν διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Ωστόσο, ο ρυθμός και το βάθος των μεταρρυθμίσεων θα εξαρτηθούν από την αποφασιστικότητα της επόμενης κυβέρνησης που θα σχηματιστεί μετά τις εκλογές. Σε κάθε περίπτωση, ο οίκος εκτιμά ότι η επόμενη κυβέρνηση θα συνεχίσει να επιδιώκει τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις.
Η Moody’s από την πλευρά της προειδοποίησε πως ενδεχόμενο πολιτικό αδιέξοδο θα απειλήσει τη μεταρρυθμιστικής δυναμική με αντίκτυπο στην πορεία της ανάπτυξης της ελληνική οικονομίας. Όπως σημείωσε, μετά τις γενικές εκλογές του Ιουλίου 2019 έχει προκύψει μία πιο σταθερή εσωτερική πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα. Για πρώτη φορά από το 2009, ένα μόνο κόμμα – η Νέα Δημοκρατία – έλαβε την απόλυτη πλειοψηφία των εδρών στο κοινοβούλιο. Κατά την Moody’s οι επόμενες κυβερνήσεις θα πρέπει να ακολουθήσουν συνετές δημοσιονομικές πολιτικές και να εφαρμόσουν περαιτέρω θεσμικές και διαρθρωτικές οικονομικές μεταρρυθμίσεις, όπως συμφωνήθηκε με τους πιστωτές. Ο σχηματισμός κυβέρνησης μετά τις εκλογές - που πιθανότατα θα διεξαχθούν σε δύο γύρους - θα είναι δύσκολος, όπως σημειώνει, με βάση τις τρέχουσες δημοσκοπήσεις, γεγονός που ενέχει τον κίνδυνο επιβράδυνσης της μεταρρυθμιστικής δυναμικής.
Τα σενάρια της κάλπης
Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν σαφές προβάδισμα της Νέας Δημοκρατίας, σημειώνει η Goldman Sachs. Με δεδομένο το σύστημα της απλής αναλογικής, οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι είναι απίθανο η Ν.Δ να μπορέσει να εξασφαλίσει κοινοβουλευτική πλειοψηφία χωρίς να σχηματίσει κυβέρνηση συνεργασίας. Επιπλέον, δεδομένων των πολιτικών διαφορών μεταξύ ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ, ο κύριος δυνητικός εταίρος μίας κυβέρνησης συνεργασίας φαίνεται να είναι το ΠΑΣΟΚ, το οποίο επί του παρόντος συγκεντρώνει το τρίτο ποσοστό, γύρω στο 10%. Ωστόσο, οι ηγέτες της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ έχουν υπογραμμίσει τις διαφορές τους, με τον αρχηγό του ΠΑΣΟΚ να απαιτεί να μην είναι κανένας αρχηγός κόμματος ο νέος πρωθυπουργός στην κυβέρνηση συνασπισμού, όπως επισημαίνει.
Ενώ τόσο η ΝΔ όσο και το ΠΑΣΟΚ έχουν σαφές κίνητρο να αναδείξουν τις διαφορές τους προκειμένου να ανταγωνιστούν στην προσέλκυση του μεγαλύτερου ποσοστού ψηφοφόρων, η πιθανότητα σχηματισμού κυβέρνησης συνεργασίας θα εξαρτηθεί από τη δύναμη του ΠΑΣΟΚ, επισημαίνει η Goldman. Στην πραγματικότητα, όσο ισχυρότερη είναι η εκλογική στήριξη του ΠΑΣΟΚ τόσο πιο πιθανό είναι η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ να ελέγξουν την πλειοψηφία των βουλευτών (151) και να σχηματιστεί κυβέρνηση συνεργασίας, επισημαίνει η αμερικάνικη τράπεζα.
Ωστόσο, αν το ΠΑΣΟΚ δεν καταφέρει να επιτύχει έναν αρκετά μεγάλο αριθμό εδρών, τότε μια δεύτερη εκλογική αναμέτρηση στις αρχές Ιουλίου είναι το πιο πιθανό αποτέλεσμα. Μια δεύτερη αναμέτρηση, χάρη στο μπόνους πλειοψηφίας που θα επανέλθει, θα φαινόταν πιο πιθανό να δώσει μεγαλύτερο ρόλο στη ΝΔ. Στηριζόμενη σε αυτή τη δυνατότητα, εκτιμά η Goldman, ΝΔ θα μπορούσε να έχει κίνητρο να πιέσει για δεύτερες κάλπες, προκειμένου να επιτύχει αρκετές έδρες για να σχηματίσει μονοκομματική πλειοψηφία ή, τουλάχιστον, να αποκτήσει μεγαλύτερη δύναμη σε ενδεχόμενη κυβέρνηση συνεργασίας.
Κατά την Capital Economics, η Ελλάδα υπήρξε αναμφισβήτητα η θετική έκπληξη στην ευρωζώνη τα τελευταία χρόνια και οι βραχυπρόθεσμες προοπτικές φαίνονται καλές. Ωστόσο, οι επικείμενες εκλογές ενδέχεται να φέρουν μια κυβέρνηση συνεργασίας η οποία θα είναι λιγότερο προσηλωμένη στις μεταρρυθμίσεις και τη δημοσιονομική σταθερότητα από ό,τι η σημερινή κυβέρνηση.
Με την Ελλάδα να οδηγείται στις κάλπες την Κυριακή 21 Μαΐου, οι τελευταίες δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι το κυβερνών κόμμα της Νέας Δημοκρατίας προηγείται κατά 6% περίπου έναντι του ΣΥΡΙΖΑ (32% έναντι 26%), με το ΠΑΣΟΚ να ακολουθεί. Καθώς ο αναθεωρημένος εκλογικός νόμος της χώρας δεν απονέμει πλέον μπόνους εδρών στο πρώτο κόμμα, κανένα δεν είναι πιθανό να κερδίσει την πλειοψηφία. Αυτό σημαίνει ότι πιθανότατα θα υπάρξει δεύτερος γύρος στις 2 Ιουλίου στον οποίο θα συμπεριληφθεί μπόνους. Αλλά ακόμη και μετά από αυτό, κανένα κόμμα δεν αναμένεται να επιτύχει πλειοψηφία. Συνεπώς, τα πιο πιθανά αποτελέσματα φαίνεται να είναι είτε μία κυβέρνηση συνεργασίας μεταξύ της Νέας Δημοκρατίας και του ΠΑΣΟΚ είτε η συνεργασία μεταξύ του ΣΥΡΙΖΑ και του ΠΑΣΟΚ, εκτιμά η Capital Economics.
Στη συνέχεια ο οίκος συγκρίνει τα προγράμματα των δύο μεγάλων κομμάτων και εντοπίζει σημαντικές διαφορές. Η Νέα Δημοκρατία δίνει μεγάλη έμφαση στην οικονομία: στοχεύει στην αύξηση των μισθών και στην τόνωση της ανάπτυξης και των επενδύσεων, αλλά και στη μείωση του χρέους στο 140% του ΑΕΠ έως το 2027. Ο ΣΥΡΙΖΑ δίνει μεγαλύτερη έμφαση στους κοινωνικούς στόχους. Μεταξύ άλλων, υπόσχεται αύξηση των μισθών στο δημόσιο και του κατώτατου μισθού κατά 10%, υψηλότερες δαπάνες για την παιδεία και την υγεία, αύξηση των συντάξεων, προστασία από κατασχέσεις κατοικιών, έκτακτο φόρο στην ενέργεια και χαμηλότερο ΦΠΑ στα τρόφιμα.
"Το πόσες αλλαγές θα εισάγει στην πράξη μια νέα κυβέρνηση είναι εξαιρετικά αβέβαιο", όπως τονίζει. "Παρόλο που το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ υπονοεί ένα πολύ μεγαλύτερο δημοσιονομικό έλλειμμα, η πορεία του κόμματος μετά το δημοψήφισμα του 2015 υποδηλώνει ότι μπορεί να είναι πολύ λιγότερο ριζοσπαστικό στην εξουσία απ’ ό,τι στην προεκλογική εκστρατεία. Και ενώ η συνεργασίας Νέας Δημοκρατίας-ΠΑΣΟΚ θεωρητικά θα πρέπει να σημαίνει μεγαλύτερη συνέχεια με την τρέχουσα πολιτική, πιθανώς θα απαιτηθούν κάποιοι συμβιβασμοί, οπότε η πολιτική μπορεί να απομακρυνθεί από τη σχετικά "ορθόδοξη” προσέγγιση των τελευταίων ετών", καταλήγει ο οίκος.
"Με την Ελλάδα να οδεύει προς τις κάλπες, αναρωτηθήκαμε εάν το αποτέλεσμα των επερχόμενων γενικών εκλογών θα μπορούσε ενδεχομένως να εμποδίσει την ισχυρή οικονομική ανάκαμψη που βιώνει η χώρα και την πορεία της προς τη δημοσιονομική εξυγίανση", επισημαίνει η Morgan Stanley σε νέα της έκθεση. Πιστεύει ότι οι αλλαγές στον εκλογικό νόμο θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε κάποια βραχυπρόθεσμη πολιτική αβεβαιότητα – πιθανότατα θα χρειαστούν δύο γύροι εκλογών για να επιτευχθεί κυβέρνηση πλειοψηφίας. Τελικά, με βάση τις τρέχουσες δημοσκοπήσεις, εκτιμά ότι τα πιο πιθανά σενάρια περιλαμβάνουν τη διακυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, είτε μόνη της είτε σε συνεργασίας με το ΠΑΣΟΚ, και τη συνέχιση της τρέχουσας πολιτικής, δηλαδή το business as usual. Ένας συνασπισμός μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ είναι λιγότερο πιθανός, όπως επισημαίνει.
Τι θα συμβεί μετά τις κάλπες; Η Morgan Stanley σημειώνει πως εάν η ΝΔ ανανεώσει τη θητεία της θα συνεχίσει να εστιάζει στη δημοσιονομική εξυγίανση, με στόχο να φτάσει στο 140% χρέος/ΑΕΠ έως το 2027. Η Νέα Δημοκρατία έχει επίσης παρουσιάσει ένα σχέδιο συνολικού κόστους 9 δισ. ευρώ σε μια τετραετία (περίπου 1% του ΑΕΠ ετησίως), και αυτό επικεντρώνεται στην αύξηση των μισθών κατά περίπου 25% σε μια τετραετία, στις επενδύσεις στον τομέα της υγειονομικής περίθαλψης, στη δημόσια εκπαίδευση, στις υποδομές δημόσιων μεταφορών, στην ψηφιοποίηση και, τέλος, στην επιτάχυνση της δικαστικής διαδικασίας.
Σε περίπτωση νέας κυβέρνησης συνεργασίας μεταξύ ΝΔ και ΠΑΣΟΚ η πολιτική είναι απίθανο να αλλάξει ουσιαστικά σε σύγκριση με το πρώτο σενάριο: οι περισσότερες προτεραιότητες του ΠΑΣΟΚ συμπίπτουν με αυτές που παρουσιάζει η Νέα Δημοκρατία. Το πρόγραμμα που παρουσιάστηκε ενόψει των εκλογών επικεντρώνεται στην αντιμετώπιση της ενεργειακής κρίσης και στη στήριξη των νοικοκυριών με χαμηλότερο εισόδημα, στην ενίσχυση της εγχώριας ζήτησης με την εφαρμογή της πολιτικής στο πλαίσιο του RRF, στην αναβάθμιση του εργατικού δυναμικού, στην αύξηση του κατώτατου μισθού και στην τόνωση της απασχόλησης, καθώς και στην επένδυση στο σύστημα υγειονομικής περίθαλψης – όλα αυτά, ενώ εξακολουθεί να δίνει προτεραιότητα στη δημοσιονομική εξυγίανση με σταθερά πρωτογενή πλεονάσματα. Ωστόσο, αυτό που δυσχεραίνει τη συνεργασία των δύο κομμάτων θα ήταν το αίτημα του αρχηγού του ΠΑΣΟΚ, Νίκου Ανδρουλάκη, να μην εκλεγεί ξανά πρωθυπουργός ο αρχηγός της ΝΔ, Κυριάκος Μητσοτάκης.
Ακόμα και στο λιγότερο πιθανό σενάριο μίας κυβέρνησης συνεργασίας μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ, η Morgan Stanley, δεν περιμένει ουσιαστική απόκλιση από το status quo. Αν και το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ είναι αρκετά πιο επεκτατικό δημοσιονομικά από τα άλλα κόμματα, ωστόσο πιστεύει πως μία συνεργασία με το ΠΑΣΟΚ θα περιόριζε πιθανώς τυχόν δημοσιονομικό εκτροχιασμό.
Κυβέρνηση με "οδηγό" τη Νέα Δημοκρατία βλέπει από την πλευρά της η JP Morgan. Για την αμερικάνικη τράπεζα, ένας δεύτερος γύρος εκλογών, βασισμένος σε ένα νέο εκλογικό σύστημα, παραμένει το πιο πιθανό σενάριο. Η προσδοκία της JP Morgan είναι ότι η Νέα Δημοκρατία θα σχηματίσει είτε πλειοψηφία είτε κυβέρνηση συνασπισμού με το ΠΑΣΟΚ μετά τις δεύτερες εκλογές και θα συνεχίσει να προσφέρει μια εποικοδομητική πολιτική ατζέντα. Βλέπει κινδύνους αυξημένης αστάθειας της αγοράς, ειδικά εάν το χάσμα μεταξύ ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ στενέψει, ωστόσο, συνολικά, διατηρεί μια γενικά εποικοδομητική μεσοπρόθεσμη προοπτική για την Ελλάδα και τα ελληνικά ομόλογα στο πλαίσιο του βασικού της σεναρίου, όπως τονίζει, που είναι μία κυβέρνηση υπό την ηγεσία της Νέας Δημοκρατίας και σε κάθε περίπτωση τη συνέχιση της τρέχουσας πολιτικής, γεγονός που θα συνεχίσει να στηρίζει την ισχυρή ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας.
Η Wood σημείωσε πως σύμφωνα με τις τελευταίες δημοσκοπήσεις, το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας βρίσκεται στο 35%-37%. Το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, ο ΣΥΡΙΖΑ είναι στο 27%-30%, ενώ το ΠΑΣΟΚ στο 10%-11% και το ΚΚΕ στο 7,0%. "Εξακολουθούμε να βλέπουμε το μεγαλύτερο μέρος των πιθανοτήτων να στρέφεται προς μια νέα θητεία της Νέας Δημοκρατίας", όπως επισημαίνει.
Κατά την Allianz, σύμφωνα και με τις δημοσκοπήσεις, η Ελλάδα φαίνεται πως θα οδηγηθεί σε δεύτερες κάλπες τον Ιούλιο, με το πιο πιθανό αποτέλεσμα να είναι μία κυβέρνηση συνεργασίας μεταξύ Νέας Δημοκρατίας και ΠΑΣΟΚ, καθώς ο ΣΥΡΙΖΑ χρειάζεται περισσότερα κόμματα πλην του ΠΑΣΟΚ για να μπορέσει να σχηματίσει κυβέρνηση συνασπισμού. Έτσι αναμένεται συνέχιση της τρέχουσας "συνετής" δημοσιονομικής πολιτικής με έμφαση στην οικονομία, αλλά με κάποιους συμβιβασμούς. Αν και δεν βλέπει σημαντικούς κινδύνους απόκλισης από την τρέχουσα ατζέντα πολιτικής, ωστόσο προειδοποιεί πως ακόμη και μια μέτρια περίοδος πολιτικής αβεβαιότητας θα επιβαρύνει τις οικονομικές προοπτικές της Ελλάδας. Συνεπώς θεωρεί πως οι εκλογές είναι κρίσιμες για τη διατήρηση της βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους καθώς και την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας.
Σημαντικές χαρακτηρίζει και η Barclays τις εκλογές για τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας καθώς η διατήρηση της ισχυρής αναπτυξιακής και μεταρρυθμιστικής δυναμικής της θα αποτελέσει το "κλειδί" για την είσοδο σε έναν ακόμη πολυετή μεγακύκλο υψηλής ανάπτυξης, όπως τονίζει η τράπεζα. Αν και οι εκλογές ενέχουν αβεβαιότητα, ωστόσο η Barclays δεν αναμένει από την επόμενη κυβέρνηση να αναιρέσει τις προόδους που έχουν επιτευχθεί τα τελευταία χρόνια, με το βασικό της σενάριο να είναι μία κυβέρνηση υπό την ηγεσία της Νέας Δημοκρατίας.
Μια νίκη του ΣΥΡΙΖΑ, αν και απίθανη, θα μπορούσε να εγκαινιάσει μια περίοδο αβεβαιότητας για την Ελλάδα, με βάση και το πρόγραμμα που έχει παρουσιάσει, η οποία μπορεί να τελειώσει με τις αγορές να αναγκάζουν την Αθήνα να επιστρέψει στη μεταρρυθμιστική τροχιά, εκτιμά από την πλευρά της η Berenberg. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης, από την άλλη μεριά, υπόσχεται περισσότερες από τις φιλοαναπτυξιακές του πολιτικές με έντονο το κοινωνικό στοιχείο. Τα τελευταία δύο χρόνια, άρχισε να χρησιμοποιεί τον δημοσιονομικό χώρο που έχει κερδίσει η Ελλάδα λόγω των υψηλών φορολογικών εσόδων για να αυξήσει τις κοινωνικές δαπάνες και να μειώσει τη φορολογική επιβάρυνση, με την ατζέντα του να δείχνει πως η οικονομική υπεραπόδοση της Ελλάδας και το Mitsotakis effect στην οικονομία, όπως το χαρακτηρίζει, θα συνεχιστεί.
Η ING εκτιμά ότι λόγω της εκλογικής διαδικασίας, οι κάλπες της Κυριακής δεν θα βγάλουν ξεκάθαρο αποτέλεσμα, και βλέπει και αυτή δεύτερες εκλογές τον Ιούλιο. Όπως επισημαίνει, οι τελευταίες δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι μόνο ο συνδυασμός ΝΔ-ΠΑΣΟΚ θα μπορούσε να πλησιάσει το όριο των 151 εδρών, σε αντίθεση με τον συνδυασμό ΣΥΡΙΖΑ-ΠΑΣΟΚ-ΜΕΡΑ25, ο οποίος θα είναι και πολιτικά δύσκολο να επιτευχθεί.
Κατά την ING όσο πιο ισχυρό είναι το ποσοστό της ΝΔ στις εκλογές αυτής της Κυριακής, τόσο μικρότερο κίνητρο θα έχει το κόμμα να κάνει κάποια συνεργασία καθώς οι πιθανότητες αυτοδυναμίας στις δεύτερες κάλπες θα είναι υψηλές. Και αυτό δεν αποτελεί ρίσκο καθώς ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει μαζί του το πλεονέκτημα του ότι η ελληνική οικονομία έχει σημειώσει πολύ καλή πορεία και ο πληθωρισμός συνεχίζει να υποχωρεί, κάτι που η ΝΔ μπορεί να αξιοποιήσει σε μια υποθετική σύντομη εκστρατεία στη συνέχεια, αντιπαραθέτοντας τη σταθερότητα με τις πιθανές εκκλήσεις για αλλαγή που προέρχονται από τον ΣΥΡΙΖΑ.
Πηγή: Capital.gr