Αν και το ζήτημα του ΟΠΕΚΕΠΕ παρουσιάζεται ως μεμονωμένη «παρέκκλιση», καλό είναι οι πολίτες να πάψουν να περιμένουν τον «μπάρμπα» να μεσολαβήσει

Πόσες φορές άραγε έχουμε ακούσει την ατάκα «αυτός τα ’χει λυμένα όλα γιατί έχει μπάρμπα στην Κορώνη»; Πόσες φορές έχουμε γελάσει με τον Γκρούεζα που κρατάει τις λίστες με τα ρουσφέτια;

Η υπόθεση του ΟΠΕΚΕΠΕ δεν είναι παρά ένα ακόμη επεισόδιο στο σίριαλ της ελληνικής πολιτικής μας κουλτούρας, όπου όλοι καταγγέλλουν τις πελατειακές σχέσεις, αλλά σχεδόν όλοι –όταν έρθει η ώρα– διστάζουν να τις κόψουν.

Διαφορετικά ήθη

Η παραίτηση τεσσάρων κυβερνητικών στελεχών είναι, ασφαλώς, μια πράξη πολιτικής ευθιξίας. Και δείχνει ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη δεν διστάζει να αναλάβει το πολιτικό κόστος. Αντιθέτως, δεν πέρασαν πολλά χρόνια από τότε που άλλες κυβερνήσεις έκαναν τα στραβά μάτια μπροστά σε πολύ μεγαλύτερα σκάνδαλα.

Ομως σε τέτοιες περιπτώσεις δεν αρκεί να χειροκροτούμε ή να καταδικάζουμε. Αν δεν κοιταχτούμε στον καθρέφτη, η ιστορία θα επαναληφθεί.
«Πέσατε από τα σύννεφα;» θα ρωτούσε ειρωνικά κάποιος ρεπόρτερ. Και δικαίως. Διότι το πελατειακό κράτος δεν είναι ένα κόμμα ή μια κυβέρνηση – είναι ένα ολόκληρο σύστημα σχέσεων. Από τον πολίτη που ζητάει μετάθεση «για ανθρωπιστικούς λόγους», μέχρι τον τοπικό παράγοντα που τηλεφωνεί για να «τακτοποιηθεί το παιδί». Από τον δημοσιογράφο που παρακαλεί για μια σύμβαση στον κουμπάρο, μέχρι τον συνδικαλιστή που απειλεί με απεργίες αν δεν διοριστούν τα «δικά μας παιδιά».

Η υποκρισία, λοιπόν, περισσεύει. Σήμερα αυτοί που εμφανίζονται ως τιμητές του δημόσιου βίου ήταν οι ίδιοι που πριν λίγα χρόνια διαβεβαίωναν ότι «δεν υπάρχει σάλιο» για διορισμούς και μοίραζαν θέσεις και υποσχέσεις κάτω από το τραπέζι. Οπως ο Μαυρογιαλούρος που όταν τον αποκαλούσαν «ευεργέτη», ξεροκατάπινε με ενοχή.

Το ζήτημα του ΟΠΕΚΕΠΕ είναι βολικό να παρουσιάζεται ως μια μεμονωμένη «παρέκκλιση». Η αλήθεια όμως είναι ότι πρόκειται για μια πρακτική που βρίσκει πρόσφορο έδαφος σε ένα κοινό που περιμένει τον «μπάρμπα» να μεσολαβήσει. Ποιος δεν έχει ακούσει φράσεις όπως «ρε συ, γνωρίζεις κάναν βουλευτή;», «κάνε ένα τηλεφώνημα να επισπευσθεί ο φάκελος» ή το διαχρονικό «να βοηθήσουμε το παιδί, καλό παιδί είναι»;

Η πιο πικρή αλήθεια είναι ότι όλοι συμμετέχουμε, άμεσα ή έμμεσα, σε αυτή τη σιωπηρή συνενοχή. Και μόλις το σύστημα αποκαλυφθεί, σπεύδουμε να δείξουμε με το δάχτυλο τον «διεφθαρμένο πολιτικό» για να ξεπλύνουμε τις δικές μας απαιτήσεις και διευκολύνσεις. Σύμφωνα με τη γνωστή ρήση «Στην Ελλάδα το ρουσφέτι δεν είναι διαφθορά – είναι τρόπος ζωής».

Αντανακλαστικά

Η κυβέρνηση αυτή, είτε συμφωνεί είτε διαφωνεί κανείς μαζί της, επέδειξε αντανακλαστικά. Σε λίγα εικοσιτετράωρα οι αναφερόμενοι στη δικογραφία παραιτήθηκαν.

Δεν χρειάστηκαν εισαγγελείς και τηλεοπτικά σόου. Αυτό είναι ένα μήνυμα ότι ο πολιτικός πολιτισμός αλλάζει – αργά, αλλά αλλάζει.

Αντίθετα, αρκεί να θυμηθούμε ποιοι ήταν εκείνοι που, στα χρόνια της κρίσης, φώναζαν «θα σκίσουμε τα μνημόνια» και κατέληξαν να δημιουργούν «κομματικά μαγαζιά» διανομής θέσεων, επιδομάτων και εργολαβιών. Ο κόσμος το ’χει τούμπανο κι αυτοί κρυφό καμάρι.

Διαχρονικοί Γκρούεζες

Στην πασίγνωστη ταινία «Υπάρχει και φιλότιμο» μπορεί ο Μαυρογιαλούρος ως υπουργός να είναι ο πρωταγωνιστής, αλλά ο κομματάρχης του, ο Γκρούεζας, είναι αυτός που εκπροσωπεί το πραγματικό βαθύ κράτος. Κι αυτό είναι πανταχού παρόν.

Αν θέλουμε κάποτε να τελειώνουμε με αυτή την παρακμή, δεν φτάνει να φεύγουν οι υπουργοί όταν ξεσπάει σκάνδαλο. Πρέπει και οι πολίτες να πάψουν να στήνονται έξω από πολιτικά γραφεία περιμένοντας το θαύμα της «παρέμβασης». Διότι το πελατειακό κράτος είναι σαν την κλεψύδρα: ακόμη κι αν την αναποδογυρίσεις, η άμμος πάντα θα πέφτει.

Ο ΟΠΕΚΕΠΕ ήταν η αφορμή. Ας γίνει όμως και μια αρχή. Οχι άλλες γενιές Μαυρογιαλούρων. Οχι άλλες φωτογραφίες με χαμογελαστά πρόσωπα που υπόσχονται να «τακτοποιήσουν». Κι αν κάποιοι συνεχίζουν να θεωρούν την Ελλάδα «τσιφλίκι», ας βρεθεί επιτέλους το πολιτικό θάρρος να τους το θυμίσει: το κράτος δεν είναι μαγαζί.

Αν το πετύχουμε αυτό, ίσως κάποτε να πάψουμε να λέμε «δώσε και μένα, μπάρμπα».