Ο πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, Ντόναλντ Τραμπ, έχει αποδείξει πολλές φορές την ικανότητά του να «ντύνει» την αβεβαιότητα με λόγια που αποπνέουν... βεβαιότητα. Όπως επισημαίνει σε πρόσφατο άρθρο του ο Economist, ο Τραμπ διακρίνεται για τη χρήση ευφημισμών όταν περιγράφει καταστάσεις που χαρακτηρίζονται από αναστάτωση και χάος – και η δασμολογική του πολιτική δεν αποτελεί εξαίρεση.

Οι αλλεπάλληλες επιβολές δασμών, ειδικά στο πλαίσιο του εμπορικού πολέμου με την Κίνα, δεν έχουν προκαλέσει μόνο αναταράξεις στις διεθνείς αγορές, αλλά έχουν φέρει σε αμηχανία και τους οικονομολόγους, οι οποίοι δυσκολεύονται να διατυπώσουν σαφείς προβλέψεις για τις μακροπρόθεσμες συνέπειες αυτών των πολιτικών.

Ο Τραμπ, ωστόσο, επιμένει να παρουσιάζει την προσέγγισή του ως μια στρατηγική με σαφή στόχο: τη βραχυπρόθεσμη θυσία για το μακροπρόθεσμο όφελος. Το αφήγημα που προβάλλει είναι ξεκάθαρο - «λίγος πόνος τώρα, μεγάλη ανταμοιβή αργότερα» - με την υπόσχεση ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα αναδειχθούν ενισχυμένες σε βάθος χρόνου, χάρη στην επιμονή σε πολιτικές «σκληρής διαπραγμάτευσης».

Το ερώτημα, όμως, που θέτει εύλογα ο Economist, είναι κατά πόσο αυτή η υπόσχεση ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα.

Ήδη αισθητές οι βραχυπρόθεσμες συνέπειες

Οι βραχυπρόθεσμες συνέπειες των πολιτικών του Τραμπ, κυρίως των δασμών που επέβαλε σε ξένα προϊόντα, είναι ήδη αισθητές. Ο δείκτης καταναλωτικού κλίματος του Πανεπιστημίου του Μίσιγκαν, ένα στενά παρακολουθούμενο βαρόμετρο, κατρακύλησε τον Απρίλιο στο 50,8, το δεύτερο χαμηλότερο επίπεδο στην ιστορία του. Οι καταναλωτές προβλέπουν πληθωρισμό 6,7% τον επόμενο χρόνο, το υψηλότερο αναμενόμενο ποσοστό εδώ και πάνω από τέσσερις δεκαετίες, ενώ ανησυχούν ότι οι τιμές θα αυξηθούν εξαιτίας των δασμών.

Η εμπιστοσύνη των επιχειρήσεων, αρχικά ενθαρρυμένη από τις υποσχέσεις για φοροελαφρύνσεις και μεταρρυθμίσεις, υποχωρεί. Ο δείκτης αισιοδοξίας των μικρών επιχειρήσεων μειώνεται επί τρεις συνεχείς μήνες. Παρότι η αγορά εργασίας παραμένει ισχυρή, τα σημάδια κόπωσης αυξάνονται: καταναλωτές επισπεύδουν αγορές για να προλάβουν αυξήσεις τιμών, όπως για παράδειγμα σε ηλεκτρονικά είδη και αυτοκίνητα, ενώ αναφορές σε ιδιωτικές εταιρείες βλέπουν ενδεχόμενη αύξηση απολύσεων.

Πέρα από τους αριθμούς, η μεγαλύτερη ανησυχία είναι η ίδια η αβεβαιότητα.

Τον Απρίλιο, όταν τέθηκαν σε ισχύ οι δασμοί-«αντίποινα» του Τραμπ, η Goldman Sachs εκτίμησε ότι υπήρχε 65% πιθανότητα ύφεσης στις ΗΠΑ μέσα στους επόμενους 12 μήνες. Λίγες ημέρες αργότερα, ο Τραμπ ανέστειλε προσωρινά ορισμένους δασμούς, και η Goldman μείωσε την πιθανότητα στο 45%. Αυτή η απότομη μεταβολή αντικατοπτρίζει το πόσο ρευστό και ασταθές έχει γίνει το περιβάλλον.

Το γεγονός ότι η πορεία της οικονομίας εξαρτάται σε τέτοιο βαθμό από τις παρορμήσεις και τα μπρος-πίσω της κυβέρνησης είναι από μόνο του πρόβλημα.

Μόλις δύο μήνες πριν, οι προβλέψεις μιλούσαν για ανάπτυξη 2,5%. Πλέον, η προοπτική αυτή μοιάζει μακρινή, επισημαίνει χαρακτηριστικά η ανάλυση του βρετανικού μέσου.

Το αφήγημα Τραμπ αντιτίθεται στην οικονομική θεωρία και την ιστορική εμπειρία 

Ο Τραμπ υποστηρίζει ότι οι δασμοί θα οδηγήσουν στην αναβίωση της αμερικανικής βιομηχανίας. Ωστόσο, η οικονομική θεωρία και η ιστορική εμπειρία δείχνουν το αντίθετο, υποστηρίζει ο Economist.

Ο προστατευτισμός συχνά ενισχύει τις λιγότερο αποδοτικές επιχειρήσεις, καθώς αποθαρρύνει τον ανταγωνισμό και οδηγεί στην κακή κατανομή πόρων.

Μελέτη της Παγκόσμιας Τράπεζας (2022), βασισμένη σε δεδομένα από 151 χώρες σε περίοδο 50 ετών, έδειξε πως αύξηση των δασμών κατά 4 ποσοστιαίες μονάδες οδηγεί σε μείωση του ΑΕΠ κατά 0,4% μετά από πέντε χρόνια, λόγω πτώσης της παραγωγικότητας. Και οι δασμοί του Τραμπ είναι πολύ μεγαλύτερης κλίμακας: ο μέσος δασμολογικός συντελεστής αυξήθηκε από 2,5% σε πάνω από 20%.

Αλλά η ζημιά δεν περιορίζεται στο εμπόριο. Η μείωση των εισαγωγών οδηγεί σε μικρότερες χρηματοοικονομικές εισροές, κάτι που μεταφράζεται σε μειωμένη εξωτερική ζήτηση για αμερικανικά περιουσιακά στοιχεία. Αυτό οδηγεί σε αύξηση των επιτοκίων, με τις αποδόσεις των δεκαετών κρατικών ομολόγων να ανεβαίνουν κατά μισή ποσοστιαία μονάδα. Αν οι Αμερικανοί χρειαστεί να αγοράσουν περισσότερο από το ίδιο τους το χρέος, τα χρήματα θα αποσπαστούν από τις ιδιωτικές επενδύσεις.

Εκτιμήσεις για μειώσεις στο ΑΕΠ κατά περίπου 8% και στους μισθούς κατά 7%

Το Penn Wharton Budget Model εκτιμά ότι, σε βάθος τριών δεκαετιών, οι δασμοί θα μειώσουν το ΑΕΠ κατά περίπου 8% και τους μισθούς κατά 7%, ενώ το συνολικό κεφαλαιακό απόθεμα θα είναι μικρότερο κατά 10%, τουλάχιστον.

Το όραμα της ισχυρής, εκσυγχρονισμένης Αμερικής ενδέχεται να μετατραπεί σε μια χώρα με πιο φτωχές υποδομές και πιο απαρχαιωμένα εργοστάσια.

Ακόμη και αν κάποιος αγνοήσει τα αρνητικά στοιχεία, ένα βασικό πρόβλημα παραμένει: η έλλειψη συνέπειας.

Οι συχνές αναδιπλώσεις του Τραμπ δυσκολεύουν επιχειρήσεις, καταναλωτές και οικονομολόγους να σχεδιάσουν το μέλλον. Η αβεβαιότητα αυτή έχει πραγματικό κόστος.

Φυσικά, όλες οι προβλέψεις για το μέλλον της οικονομίας εμπεριέχουν αβεβαιότητα. Όμως, όπως έχει διαμορφωθεί η κατάσταση, το ισοζύγιο των πιθανοτήτων είναι δυσοίωνο: όχι μόνο τα βραχυπρόθεσμα αποτελέσματα είναι αρνητικά, αλλά και το όραμα για ένα μακροπρόθεσμο κέρδος παραμένει εξαιρετικά αβέβαιοι.