Δεν χρειάζεται ιδιαίτερη παρατηρητικότητα για να καταλάβει κανείς ότι στην εξεταστική επιτροπή για τον ΟΠΕΚΕΠΕ το πραγματικό διακύβευμα δεν είναι η διερεύνηση της υπόθεσης, αλλά η παραγωγή εντυπώσεων.

Εκεί όπου θα έπρεπε να κυριαρχεί η θεσμική σοβαρότητα, έχει επιβληθεί ένας θόρυβος διαρκούς σύγκρουσης, με πρωταγωνίστρια τη Ζωή Κωνσταντοπούλου, η οποία πρωταγωνιστεί σε έναν ρόλο που έχει επιλέξει συνειδητά και υπηρετεί με απόλυτη συνέπεια. Όχι τον ρόλο της βουλευτού, αλλά εκείνον του αυτόκλητου εισαγγελέα που δικάζει, καταδικάζει και θορυβεί.

Η ίδια έχει αντιληφθεί ότι το ύφος της, αυστηρό, επιθετικό και συχνά προσβλητικό, βρίσκει απήχηση σε ένα κοινό που δεν ενδιαφέρεται για την ουσία της πολιτικής, αλλά για την απαξίωσή της. Στα κοινωνικά δίκτυα, όπου η ένταση υπερτερεί του επιχειρήματος και η προσβολή θεωρείται πολιτική πράξη, τέτοιες συμπεριφορές επιβραβεύονται. Η εξεταστική δεν είναι πια διαδικασία, αλλά περιεχόμενο προς κατανάλωση, σχεδιασμένο για αποσπάσματα, αναπαραγωγές και ψηφιακές συγκρούσεις.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, κάθε συνεδρίαση εξελίσσεται σε πεδίο προσωπικών επιθέσεων, υπονοούμενων και ηθικών καταδικών χωρίς αποδείξεις. Η θεσμική τάξη υποχωρεί μπροστά στην κραυγή, ενώ το προεδρείο παρακολουθεί αμήχανα μια διαδικασία που διολισθαίνει από τον έλεγχο στον εκχυδαϊσμό. Η εικόνα της Βουλής πλήττεται, όχι από την πολιτική αντιπαράθεση, αλλά από την συνειδητή μετατροπή της σε χώρο έντασης χωρίς κανόνες, όπου η φωνή αντικαθιστά τη λογική και η εντύπωση υποκαθιστά την ευθύνη. Έτσι, η εξεταστική παύει να υπηρετεί τον σκοπό της και μετατρέπεται σε εργαλείο προσωπικής προβολής.

Ιδιαίτερη αίσθηση προκαλεί και η αντίφαση ανάμεσα στη ρητορική και την πράξη. Η Ζωή Κωνσταντοπούλου διακηρύσσει ότι υπερασπίζεται τα δικαιώματα των γυναικών, όμως δεν διστάζει να χρησιμοποιεί σεξιστικές αιχμές, στοχοποιώντας συζύγους και οικογένειες πολιτικών αντιπάλων, αντιμετωπίζοντας γυναίκες ως προεκτάσεις ανδρών και όχι ως αυτόνομα πρόσωπα. Πρόκειται για πρακτικές που δεν καταγγέλλουν τον σεξισμό, αλλά τον αναπαράγουν, απλώς με διαφορετικό προσωπείο.

Το αποτέλεσμα είναι προφανές. Στην προσπάθεια για πρόσκαιρα δημοσκοπικά οφέλη, η πολιτική εμφανίζεται ως κάτι βρώμικο, οι θεσμοί ως γελοίοι και η Δημοκρατία ως θέαμα χαμηλής ποιότητας. Το χειροκρότημα μπορεί να έρθει. Η ζημιά που προκαλεί η απαξίωση όμως μένει.