Την εκτίμηση ότι η οικοδόμηση κοινωνικού κράτους αποτελεί «την τελευταία προϋπόθεση, ώστε η Ελλάδα να γίνει επιτέλους Ευρώπη οικονομικά και από πλευράς αγοραστικής ισχύος», διατύπωσε σήμερα, από τη Θεσσαλονίκη ο υφυπουργός Υγείας, Δημήτριος Βαρτζόπουλος. Μιλώντας στο 18ο Πολυσυνέδριο «Καινοτομία & Ανάπτυξη», που διοργάνωσε το ka-business.gr, επισήμανε ότι, στον τομέα της δημόσιας υγείας, η αλλαγή θα πρέπει να βασιστεί στις βέλτιστες πρακτικές υγειονομικών συστημάτων ανά τον κόσμο, οι οποίες σήμερα εντοπίζονται στην Κεντρική και Βόρεια Ευρώπη. Όσο ένα μέρος της αγοραστικής δύναμης των Ελλήνων δαπανάται, όπως είπε, σε πληρωμές κοινωνικής φύσεως (στην παιδεία, με τα φροντιστήρια, στην υγεία και στην πρόνοια, π.χ., για τη φροντίδα με ίδια οικονομικά μέσα ατόμων με αναπηρία ή ηλικιωμένων), αυτό θα αποτελεί τη μεγαλύτερη τροχοπέδη στην ανάπτυξη.

Αναφερόμενος ειδικά στον τομέα της υγείας, ο κ. Βαρτζόπουλος επισήμανε ότι η Ελλάδα, με μέση κατά κεφαλήν δαπάνη υγείας της τάξης των 1.500-1.700 δολαρίων τα τελευταία έτη, βρίσκεται στον μέσο όρο -ή και κάτω από αυτόν- των χωρών της Ευρώπης: «Τα σκανδιναβικά κράτη, που βρίσκονται στην κορυφή της Ευρώπης, έχουν (δαπάνη) 6.000 δολάρια κατά κεφαλήν ετησίως. Η Γερμανία γύρω στα 5.500 δολάρια και ο μέσος όρος των χωρών της Κεντρικής Ευρώπης είναι στα 2.500-3.000 δολάρια. Το πρόβλημα με εμάς, όμως, δεν είναι καθεαυτήν η δαπάνη, η οποία προσδιορίζεται φυσικά και από τις δημοσιονομικές μας δυνατότητες. Το πρόβλημα είναι ότι σημαντικό κομμάτι αυτής της δαπάνης, περίπου το 30%- 35%, προέρχεται από ιδιωτικές πληρωμές, από τις λοιπές εν γένει απολαβές μας» εξήγησε.

Πρόσθεσε πως, βάσει υπολογισμών, περίπου το 9%-10% του μέσου οικογενειακού εισοδήματος στην Ελλάδα δαπανάται ετησίως σε υπηρεσίες υγείας, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό στη Γερμανία, την Ολλανδία, τη Γαλλία, την Αυστρία και την Ελβετία είναι 1%-2%. «Δηλαδή, με μια αγοραστική δύναμη, η οποία είναι περίπου το 60% του μέσου όρου της Ευρώπης, δαπανούμε εξαπλάσιο και επταπλάσιο (ποσοστό) του εισοδήματός μας σχετικώς, σε ιδιωτικές δαπάνες υγείας» είπε χαρακτηριστικά ο υφυπουργός και πρόσθεσε πως όλα αυτά πρέπει να διορθωθούν. «Αυτό σημαίνει πως πρώτιστο καθήκον της δικής μας και οποιασδήποτε κυβερνήσεως που θα βρισκόταν στη θέση μας είναι ακριβώς αυτό: να οικοδομήσουμε, δαπανώντας από το εθνικό εισόδημα δυσανάλογα ποσά σε σχέση με το παρελθόν, ένα κοινωνικό κράτος» τόνισε.

Όσον αφορά το πώς θα μπορούσε αυτή η προσπάθεια να εξειδικευτεί στον τομέα της παροχής υπηρεσιών υγείας, είπε πως οποιαδήποτε κίνηση και χάραξη πολιτικής θα πρέπει να βασίζεται σε βέλτιστα παραδείγματα. «Θα πρέπει να στρέψουμε τη στρατηγική μας και να οικοδομήσουμε μια τακτική πολιτική, η οποία θα μας κάνει να συγκλίνουμε με τα υγειονομικά συστήματα της Κεντρικής Ευρώπης» σημείωσε και εξήγησε πως το σύστημα των χωρών της Κεντρικής Ευρώπης, γνωστό και ως «σύστημα Μπίσμαρκ», προβλέπει την παροχή υπηρεσιών τόσο από δημοσίους υπαλλήλους, όσο και από ιδιώτες, και τις υπηρεσίες αυτές τις αγοράζει για τον πολίτη το ταμείο του, κάτι που σημαίνει ότι του προσφέρονται δωρεάν. Πρόκειται για νοσοκομεία που λειτουργούν με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια και επιλέγουν το προσωπικό τους με αξιολόγηση και όχι βάσει δημοσιοϋπαλληλικών μηχανισμών. «Αυτό σημαίνει πως το νοσοκομείο κυβερνάται και διοικείται υπηρεσιακά, οικονομικά και ιατρικά από ανθρώπους οι οποίοι κρίνονται πέραν της ιατρικής τους δεξιότητας και από την απόδοσή τους» είπε και πρόσθεσε πως μια βασική διαφορά των συστημάτων αυτών με το ελληνικό είναι ότι οι γιατροί πληρώνονται πολύ καλύτερα και αυτό δεν έχει να κάνει μόνο με την οικονομική ισχύ χωρών όπως η Γερμανία, η Αυστρία ή η Ολλανδία.

Στις χώρες αυτές, εξήγησε, «όλοι οι γιατροί όλων των ειδικοτήτων ασκούν ιδιωτικό έργο εντός του νοσοκομείου. Προσφέρουν δηλαδή ιδιωτικό έργο στους ασθενείς της διακεκριμένης θέσης, αυτούς που έχουν ιδιωτική ασφάλιση ή αν είναι ξένοι, πληρώνουν εξ ιδίων. Αυτό είναι εκείνο το οποίο διπλασιάζει τον μισθό των ιατρών, τον πολλαπλασιάζει», πρακτική που εφαρμόζεται επί δεκαετίες και υπάρχει νομοθεσία που την υποστηρίζει. Πρόσθεσε ότι αυτό που σήμερα ξεκινά να γίνεται «στον πολύ συγκεκριμένο και περιορισμένο τομέα των απογευματινών χειρουργείων» στην Ελλάδα «είναι κάτι το οποίο δεν μπορεί παρά να αποτελέσει το πρώτο βήμα, ώστε όλοι οι γιατροί όλων των ειδικοτήτων, ακόμη και των εργαστηριακών, να έχουν τη δυνατότητα να ασκούν ιδιωτικό έργο εντός του νοσοκομείου και να αυξάνουν το εισόδημά τους. Διότι ο μοναδικός τρόπος για να γίνει ελκυστικό το ΕΣΥ είναι να βρεθούν οι καλύτεροι σε αυτό, να ανταγωνίζεται τον ιδιωτικό τομέα. (...) Αυτός ο οποίος πρέπει να φοβάται από το ιδιωτικό έργο των γιατρών μέσα στο ΕΣΥ, δεν είναι ο λαός, είναι ο ιδιωτικός τομέας».

Όσον αφορά την πρωτοβάθμια περίθαλψη, σημείωσε ότι η ύπαρξη περιφερειακών ιατρείων στα χωριά και κέντρων υγείας στην Ελλάδα είναι κάτι μοναδικό για τα δεδομένα της Ευρώπης, με εξαίρεση ίσως ορισμένες αντίστοιχες δομές που υπήρχαν στην πρώην ανατολική Γερμανία. Σε άλλες χώρες, είπε, υπάρχει συνεκτικό δίκτυο συμβεβλημένων με τα ταμεία ιδιωτικών ιατρείων, πολυϊατρείων και διαγνωστικών κέντρων, κατανεμημένων ανά ειδικότητα στη μονάδα του πληθυσμού, με τρόπο ώστε να καλύπτεται όλη η επικράτεια, τα οποία καλύπτονται αποκλειστικά από το ταμείο, χωρίς καμία ιδιωτική συμμετοχή. «Ο Γερμανός έχει το δικαίωμα να διαλέγει ανά τρίμηνο τρεις ιδιώτες γιατρούς και πολλοί περισσότερους αν το δικαιολογήσει ο οικογενειακός γιατρός, που τους επισκέπτεται όσο συχνά θέλει και κάνει ό,τι εξετάσεις κρίνουν σκόπιμο, χωρίς ούτε ένα σεντ ιδιωτική δαπάνη. Αυτό είναι ακριβό και δεν μπορεί να γίνει στην Ελλάδα αύριο, αλλά αν δεν προσπαθήσουμε να το κάνουμε, όπως και τα άλλα, δεν κάνουμε σωστά τη δουλειά μας» κατέληξε ο κ. Βαρτζόπουλος.