Η Ευρώπη στέκεται σε ένα επικίνδυνο σταυροδρόμι. Πίσω από τη ρητορική της ενότητας και της ασφάλειας, παλιές πληγές ανοίγουν ξανά, εθνικιστικά αντανακλαστικά επανέρχονται και η σπουδή της Ευρωπαϊκής Ένωσης να δαπανήσει αστρονομικά ποσά για την άμυνα κινδυνεύει να γίνει θρυαλλίδα νέων κρίσεων αντί για ασπίδα προστασίας.
Το παράδειγμα της περίπλοκης και διαχρονικά εύθραυστης σχέσης Γερμανίας–Πολωνίας είναι αποκαλυπτικό. Παρά τις θερμές εξαγγελίες για «νέα αρχή», η δυσπιστία και οι ιστορικές μνήμες αποδεικνύονται ανθεκτικές. Οι Πολωνοί εθνικιστές, ιδίως της δεξιάς πτέρυγας, εργαλειοποιούν διαχρονικά τη μνήμη της ναζιστικής κατοχής ως πολιτικό όπλο — μια αφήγηση που συνεχίζει να συγκινεί το εκλογικό σώμα. Η προηγούμενη κυβέρνηση του PiS απαίτησε από το Βερολίνο πολεμικές αποζημιώσεις ύψους 1,3 τρισ. ευρώ — απαίτηση που η Γερμανία απέρριψε κατηγορηματικά. Αν και ο πρωθυπουργός Ντόναλντ Τουσκ προσπάθησε να κλείσει το κεφάλαιο των αποζημιώσεων για να αποκαταστήσει τη σχέση, οι προσπάθειές του υπονομεύονται ήδη από νέες τριβές στα σύνορα.
Η ειρωνεία είναι πικρή. Ο νέος συντηρητικός καγκελάριος Φρίντριχ Μερτς, θέλοντας να καθησυχάσει το εσωκομματικό του ακροατήριο απέναντι στην ανερχόμενη Ακροδεξιά (AfD), επανέφερε συνοριακούς ελέγχους για να δείξει «σκληρή στάση» στο μεταναστευτικό. Η κίνηση αυτή εξόργισε τη Βαρσοβία, δημιούργησε ουρές στα σύνορα που υποτίθεται ότι είναι ανοιχτά στο πλαίσιο της Σένγκεν και έδωσε ξανά «καύσιμο» στους λαϊκιστές του PiS να αναθερμάνουν το αντι-ανατολικογερμανικό αφήγημα. Ανταπαντώντας, η Πολωνία επέβαλε ελέγχους στα σύνορά της με τη Γερμανία και τη Λιθουανία, ρίχνοντας ακόμη ένα ρήγμα στην καρδιά της ευρωπαϊκής ενοποίησης.
Προσθέστε σε όλα αυτά τις βαθύτερες πληγές από τη γερμανική πολιτική «αλλαγή μέσω εμπορίου» με τη Ρωσία — μια στρατηγική που η Πολωνία προειδοποιούσε εδώ και χρόνια ότι είναι αδιέξοδη, μέχρι που ο πόλεμος του Πούτιν στην Ουκρανία τη διέψευσε τραγικά. Ακόμα και σήμερα, Πολωνοί ηγέτες θυμίζουν πώς η ιστορία επαναλαμβάνεται με μυστικές συμφωνίες και αγωγούς που χαράζονται «πάνω από τα κεφάλια τους».
Μέσα σε αυτό το κλίμα αμοιβαίας δυσπιστίας, η Ευρώπη ξεκινά μια πρωτοφανή κούρσα εξοπλισμών. Μέχρι το 2028, οι αμυντικές δαπάνες των κρατών-μελών αναμένεται να φτάσουν τα 850 δισ. ευρώ — ποσό που παρουσιάζεται ως αναγκαίο για την αντιμετώπιση της ρωσικής απειλής και τη μείωση της εξάρτησης από τις ΗΠΑ. Όμως αυτή η νέα κούρσα εξοπλισμών εκτυλίσσεται χωρίς αυτό που λείπει ουσιαστικά: Μια πραγματική κοινή αμυντική και εξωτερική πολιτική. Χωρίς κοινές δομές διοίκησης, χωρίς κοινές κόκκινες γραμμές και κοινές αποφάσεις, τα όπλα δεν εγγυώνται ενιαία ασφάλεια — αντίθετα, τροφοδοτούν έναν πολυδιασπασμένο «πολεμοχαρή» ανταγωνισμό, με κάθε κράτος να εξοπλίζεται για δικούς του σκοπούς και εθνικά αφηγήματα.
Ακόμη χειρότερα, αυτή η κολοσσιαία δαπάνη θα απορροφήσει πόρους που διαφορετικά θα κατευθύνονταν στην κοινωνική συνοχή, την εκπαίδευση, την υγεία και τη στήριξη της νέας γενιάς. Όσο οι κοινωνικές δαπάνες μειώνονται και τα άρματα μάχης πολλαπλασιάζονται, τόσο το κοινωνικό συμβόλαιο διαβρώνεται. Η δυσαρέσκεια θα αυξηθεί — και αυτό θα γίνει βούτυρο στο ψωμί των λαϊκιστών και των άκρων, που θρέφονται από τον φόβο και την αίσθηση ότι η δημοκρατία δεν λειτουργεί για τον απλό πολίτη.
Το αποτέλεσμα; Ένας τεράστιος αμυντικός προϋπολογισμός χωρίς κοινή στρατηγική και χωρίς πολιτικά ερείσματα όχι μόνο δεν θα προστατεύσει τη δημοκρατία — αλλά θα την υπονομεύσει. Η ιστορία μάς προειδοποιεί: Όταν τα εθνικά τραύματα μένουν ανοιχτά, όταν τα σύνορα γίνονται πεδίο πολιτικών παιχνιδιών και το μεταναστευτικό εργαλείο ψηφοθηρίας, τότε τα όπλα που αποκτήθηκαν βρίσκουν εύκολα στόχο. Η επιστροφή των ελέγχων, τα αντίποινα και η εργαλειοποίηση παλιών εδαφικών διεκδικήσεων δείχνουν πόσο γρήγορα μπορεί να καταρρεύσει το όνειρο μιας ενωμένης και αλληλέγγυας Ευρώπης.
Σήμερα η Ευρώπη χρειάζεται στρατηγική νηφαλιότητα. Η ασφάλεια δεν χτίζεται μόνο με εξοπλισμούς. Κοινή άμυνα σημαίνει κοινές αποφάσεις — για το πού, πότε και γιατί θα χρησιμοποιηθεί η ισχύς. Αλλιώς, μια ήπειρος γεμάτη νέα όπλα και άδεια κοινωνικά ταμεία μπορεί να ανακαλύψει πολύ αργά ότι εξοπλίστηκε όχι μόνο για να αντιμετωπίσει εξωτερικούς κινδύνους, αλλά και για να συγκρουστεί με τις ίδιες της τις αξίες.
Η γερμανοπολωνική κρίση δεν είναι τοπικό επεισόδιο — είναι καμπανάκι κινδύνου. Αν η Ευρώπη σκορπίσει εκατοντάδες δισεκατομμύρια σε όπλα, αφήνοντας ταυτόχρονα να καταρρεύσει η κοινωνική συνοχή και η εμπιστοσύνη των πολιτών, τότε θα γίνει αυτό ακριβώς που φοβάται: μια ήπειρος που στοιχειώνεται ξανά από παλιά φαντάσματα, τυφλές φιλοδοξίες και την επιστροφή του εθνικισμού — όλα εις βάρος της ευρωπαϊκής δημοκρατίας.
Το δίδαγμα είναι απλό: Η αληθινή άμυνα της Ευρώπης ξεκινά από το σπίτι της — με εμπιστοσύνη, αλληλεγγύη και το θάρρος να επενδύσουμε περισσότερο στους ανθρώπους και λιγότερο στον φόβο.