Ξημερώματα της 11ης Ιουλίου 2015 η Βουλή των Ελλήνων ψήφιζε το νομοσχέδιο για τη «Διαπραγμάτευση και Σύναψη Δανειακής Σύμβασης με τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας».

Υπέρ τάσσονταν 251 βουλευτές, κατά 32 και «παρών» δήλωναν 8 βουλευτές, μεταξύ αυτών και η τότε πρόεδρος της Βουλής Ζωή Κωνσταντοπούλου, που δεν έχει ακόμη σηκώσει το λάβαρο της επανάστασης επιλέγοντας ουσιαστικά τη μη ψήφο όπως –για παράδειγμα– κάνει πλέον σήμερα το ΠΑΣΟΚ του Νίκου Ανδρουλάκη.

Η ψηφοφορία αυτή ήταν το αποτέλεσμα της… περήφανης διαπραγμάτευσης και του δημοψηφίσματος της 5ης Ιουλίου, το Όχι του οποίου ο rebranding Alexis έκανε Ναι και σήμερα παλεύει –με τη στήριξη είναι αλήθεια διαφόρων ΜΜΕ και συμφερόντων– να πείσει πως «δεν είναι αυτό που νομίζουμε». Ήταν το αποτέλεσμα της σύσκεψης των πολιτικών αρχηγών που είχε γίνει στις 6 Ιουλίου, κυρίως όμως το αποτέλεσμα του όρου που έθεσαν οι δανειστές, οι οποίοι με όσα είχαν προηγηθεί δεν είχαν καμία απολύτως εμπιστοσύνη στον τότε πρωθυπουργό.

Το αποτέλεσμα αυτής της ψηφοφορίας επέτρεψε –στην κυριολεξία όμως– στον Αλέξη Τσίπρα να μεταβεί στις Βρυξέλλες για την περιβόητη 17ωρη «διαπραγμάτευση» που έφερε –δύο ημέρες μετά στις 13 Ιουλίου– ένα τρίτο αχρείαστο μνημόνιο που κόστισε στη χώρα πάνω από 100 δισ. ευρώ, οδήγησε στην ακύρωση νόμων που ο ΣΥΡΙΖΑ με τους ΑΝΕΛ είχαν ψηφίσει το πρώτο εξάμηνο, όταν κουβαλούσαν τη σημαία της επανάστασης και της ανατροπής στην… Ευρώπη. Οδήγησε όμως μετά τις εκλογές που ο ίδιος προκήρυξε –έχοντας πει ψέματα σε όλους τους πολιτικούς αρχηγούς– σε δεκάδες φόρους, μειώσεις συντάξεων, τον περιβόητο νόμο Κατρούγκαλου και τη μεγαλύτερη οικονομική αφαίμαξη που σημειώθηκε ποτέ στη μεσαία τάξη.

Στην ομιλία του ο Αλέξης Τσίπρας επιχείρησε –όπως επιχειρεί και σήμερα– να πείσει όσους άκουγαν και κυρίως τους βουλευτές του κόμματός του ότι έδωσε μια μεγάλη μάχη για έξι μήνες και μπορεί να έχασε, αλλά προκάλεσε ρωγμές και στους Ευρωπαίους. Ναι, αυτό υποστήριζε ο Αλέξης Τσίπρας, ότι το πήγε στα άκρα, ότι δήθεν θα έφερνε καλύτερη συμφωνία και κυρίως ότι μπορεί να έχασε αλλά κατάφερε να προκαλέσει και ένα κίνημα υπέρ των Ελλήνων.

Το γεγονός ότι φυσικά οδήγησε τη χώρα στον γκρεμό, τους πολίτες στην ανεργία και στη μετανάστευση, διέλυσε ό,τι υπήρχε χωρίς να καταφέρει να κάνει έστω και μια σοβαρή μεταρρύθμιση δεν ήταν κάτι που τον απασχολούσε εκείνη την ώρα. Τον απασχολούσε να πει ότι μπορεί –πολιτικά– να έφαγε το ξύλο της αρκούδας, αλλά έριξε και αυτός κάνα δυο, χωρίς όμως να πει αν τελικά βρήκε και σε αυτήν την περίπτωση κάποιον στόχο.

Ο Αλέξης Τσίπρας ακόμη και εκείνη την ώρα απέφυγε να απονείμει εύσημα στην αντιπολίτευση. Στα κόμματα που υπερψήφισαν το νομοσχέδιο για τη διαπραγμάτευση σώζοντας τη χώρα από τη χρεοκοπία. Διότι έτσι η χώρα γλίτωσε τη χρεοκοπία και το Grexit το οικονομικό που οδηγούσε με μαθηματική ακρίβεια και σε έξοδο από την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Το ξημέρωμα της 11ης Ιουλίου μπορεί να μην ήταν η… ωραία ημέρα για την οποία μιλούσε ο Νίκος Παππάς μετά το διάγγελμα Τσίπρα με το οποίο είχε ανακοινώσει το τραγικό δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου, επέτρεπε όμως στη χώρα να συνεχίσει έστω και με τα όσα ακολούθησαν, έστω και με ένα νέο φέσι που φόρεσε ο άχαστος τότε πρωθυπουργός και το οποίο ξεπέρασε τα 100 δισ. ευρώ.

Ας θυμηθούμε τι δήλωνε έναν χρόνο μετά στην επιτροπή της Βουλής ο διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος, ο άνθρωπος που έβαλε πλάτη για να μη χρεοκοπήσει η χώρα πριν καν γίνει το δημοψήφισμα. Έλεγε ο Γιάννης Στουρνάρας:

«Πολλοί ρώτησαν για το κόστος αυτής της διαπραγμάτευσης, αν αυτό το κόστος των 86 δισ. που ανέφερα είναι πραγματικό κόστος. Κοιτάξτε, εγώ έκανα μια ήπια προσέγγιση. Είπα ότι τα 86 δισ. είναι μια προσέγγιση του κόστους για το τρίτο μνημόνιο. Το τρίτο μνημόνιο αυτό καθαυτό δεν ήταν επιθυμητό από κανέναν. Κανείς δεν ήθελε να υπογράψουμε τρίτο μνημόνιο, νομίζω άρα ότι οδηγηθήκαμε σε τρίτο μνημόνιο. Το ότι οδηγηθήκαμε σε περιορισμούς κίνησης κεφαλαίων, σε μεγάλη εκροή καταθέσεων, αυτό είναι ένα σημαντικό κόστος. Εάν επιθυμείτε να το συνδέσετε αυτό με κόστος πραγματικό, δηλαδή μείωσης της περιουσίας του δημοσίου και του ιδιωτικού τομέα, αυτό προκύπτει. Εάν πάρετε την ανάλυση βιωσιμότητας που έκανε το ΔΝΤ το τέλος του 2014 και τη συγκρίνετε με την ανάλυση βιωσιμότητας που έκανε τον Ιούλιο του 2015, θα δείτε ότι οι δύο καμπύλες απέχουν 30% του ΑΕΠ. Εάν προσθέσετε σε αυτό και το κόστος ανακεφαλαιοποίησης τραπεζών –για να μη σας πω το υπόλοιπο κόστος του ιδιωτικού τομέα– προκύπτει σαφώς ότι το πρώτο εξάμηνο του 2015 είχε ένα σοβαρό κόστος».

Ίσως γι’ αυτό να στοχοποιήθηκε και να βρέθηκε και στη σκευωρία της Novartis, αφού ως γνωστόν η Αριστερά δεν… ξεχνά.