Οι «χαμηλές πτήσεις» Βαρουφάκη, Βελόπουλου, ο μπαρουτοκαπνισμένος Κουτσούμπας και το... άδοξο τέλος της «προοδευτικής διακυβέρνησης».

ΕΡΣΗ ΠΑΠΑΔΑΚΗ

Μία από τις ειδήσεις του debate των πολιτικών αρχηγών ήταν αναμφίβολα το ναυάγιο στα σενάρια περί «προοδευτικής διακυβέρνησης» που είχε σκαρώσει ο Αλέξης Τσίπρας, δίχως να... ρωτήσει, ως φαίνεται, τον Νίκο Ανδρουλάκη και τον Δημήτρη Κουτσούμπα παρά μόνο τον Γιάνη Βαρουφάκη.

Η γενικότερη παρουσία ωστόσο του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ επιβεβαίωσε αυτό που ήδη φαινόταν από τις δημοσκοπήσεις: ότι δυσκολεύεται έως και αδυνατεί να πείσει τους πολίτες ότι μπορεί να εκφράσει την εναλλακτική πρόταση και την «αλλαγή» που ευαγγελίζεται και να προσεγγίσει όμορους πολιτικούς χώρους ή –πολύ περισσότερο– να κερδίσει ψηφοφόρους από τη Νέα Δημοκρατία.

Ο Αλέξης Τσίπρας ήταν ούτως ή άλλως –αν και αναμενόμενο– ο μοναδικός αρχηγός που δεν φορούσε γραβάτα, αλλά αυτό δεν αρκούσε από μόνο του για να παρουσιαστεί ως αντισυμβατικός. Αντιθέτως, ήταν μάλλον προβλέψιμος, καταφεύγοντας σε στείρα κριτική κατά της κυβέρνησης και του Κυριάκου Μητσοτάκη και αδυνατώντας να παρουσιάσει συγκεκριμένες προτάσεις.

Επέμεινε δε σε λαϊκίστικες λύσεις, όπως, για παράδειγμα, η κατάργηση της ελάχιστης βάσης εισαγωγής για την είσοδο στην τριτοβάθμια εκπαίδευση και δεν ξέφυγε από τη... συνήθειά του τον τελευταίο καιρό να μιμείται ή να δείχνει έστω ότι γοητεύεται από τον Ανδρέα Παπανδρέου, αφού σχολίασε σχετικά ότι «τα συνθήματα γίνονται επίκαιρα όταν τα κάνει η ζωή».

Μολαταύτα, ο Αλέξης Τσίπρας επέμεινε στις προγραμματικές συγκλίσεις των προοδευτικών δυνάμεων, αλλά απέφυγε να κάνει οποιαδήποτε αναφορά σε «κυβέρνηση ηττημένων». Μίλησε δε για πιθανή συνεργασία μεταξύ του πρώτου και του τρίτου κόμματος, επιχειρώντας να εκπέμψει ένα μήνυμα αυτοπεποίθησης ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα κερδίσει τις εκλογές και να κάνει άνοιγμα προς το ΠΑΣΟΚ, διαπιστώνοντας μάλιστα ομοιότητες των προγραμματικών θέσεων του ΣΥΡΙΖΑ με αυτές του ΠΑΣΟΚ.

Προβλέψιμες απαντήσεις

Δεν φάνηκε πάντως να βρίσκει ευήκοα ώτα από τον Νίκο Ανδρουλάκη, ο οποίος στιγμάτισε την «προοδευτικότητα» του ΣΥΡΙΖΑ και τη χειραγώγηση των θεσμών, κάνοντας ευθεία αναφορά στην ομόφωνη καταδίκη του Νίκου Παππά από το Ειδικό Δικαστήριο για την υπόθεση των τηλεοπτικών αδειών.

Από τη δική του πλευρά, ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ επέδειξε μια εμμονή ως προς το ζήτημα των παρακολουθήσεων, αφιερώνοντας μεγάλο μέρος των τοποθετήσεών του στο εν λόγω ζήτημα. Δήλωσε δε σχετικά πως «εμπιστεύομαι τη Δικαιοσύνη, αλλά δυστυχώς δεν εμπιστεύομαι το πολιτικό σύστημα», του οποίου ωστόσο και ο ίδιος είναι μέλος και μάλιστα ως αρχηγός πλέον του τρίτου σε κοινοβουλευτική δύναμη κόμματος!

Σε γενικές γραμμές, ήταν μάλλον προβλέψιμος στις απαντήσεις του και δεν προσέφερε κάτι καινούργιο στο προεκλογικό τοπίο, επιμένοντας κι εκείνος μεν στις προγραμματικές συγκλίσεις, αλλά χωρίς να ξεκαθαρίζει εάν λοξοκοιτάζει προς την πλευρά της Νέας Δημοκρατίας ή αυτήν του ΣΥΡΙΖΑ.

Με άλλα λόγια, όπως και ο Αλέξης Τσίπρας, προτίμησε ν’ απευθυνθεί στους παραδοσιακούς ψηφοφόρους του ΠΑΣΟΚ και το θυμικό τους, επιδιώκοντας ως πρώτη προτεραιότητά του απλώς να κρατήσει δυνάμεις και όχι να διευρύνει την εκλογική βάση του.

Φλερτάροντας με τα άκρα

Κι αν ο Δημήτρης Κουτσούμπας θεωρείται «μπαρουτοκαπνισμένος» στις τηλεμαχίες, δεν συμβαίνει ασφαλώς το ίδιο με τον Γιάνη Βαρουφάκη και τον Κυριάκο Βελόπουλο. Η παρουσία και των δύο άλλωστε είχε ένα κοινό χαρακτηριστικό: ότι απευθύνθηκαν σε ένα πολύ συγκεκριμένο κοινό, αυτό των ψηφοφόρων που αποτελούν την εκλογική βάση των κομμάτων τους.

Δεν επιχείρησαν ανοίγματα σε άλλους χώρους, αλλ’ αντιθέτως προσπάθησαν να περιχαρακώσουν εκλογικά τα κόμματά τους – ο μεν Γιάνης Βαρουφάκης απευθυνόμενος στην άκρα αριστερά και σε όσους δηλώνουν απογοητευμένοι από ΣΥΡΙΖΑ-ΚΚΕ και δηλώνουν... επαναστάτες, ο δε Κυριάκος Βελόπουλος στον εθνικιστικό χώρο και την άκρα δεξιά, εξ ου και οι επικλήσεις της... Παναγίας και της Μακεδονίας.

Κατ’ αυτόν τον τρόπο βέβαια επιβεβαίωσαν τις δημοσκοπήσεις των τελευταίων ημερών που δείχνουν ότι καταβάλλουν αγώνα για να συγκρατήσουν τις δυνάμεις τους στην κάλπη και να παραμείνουν πάνω από το 3% που θα σημάνει την επανεκλογή τους στο Κοινοβούλιο.