Στα αίτια της παραβατικότητας ανηλίκων αναφέρθηκε η Χρυσούλα Κουτελιέρη-Μαυράκη, ψυχοπαιδαγωγική σύμβουλος, με δήλωσή της στο «Μανιφέστο», σημειώνοντας ότι αυτά δεν έχουν πλήρως διευκρινισθεί. Οι δύο δε κύριες απόψεις εξετάζουν ως αιτία η μία ενδογενείς παράγοντες και η δεύτερη εξωγενείς, περιβαλλοντικούς παράγοντες και επιδράσεις από εμπειρίες και βιώματα. Σε κάθε περίπτωση, όπως τονίζει, το παιδί το οποίο προβαίνει σε παραβατικές πράξεις ή παραπτώματα έχει σαφή χαρακτηριστικά συμπεριφοράς. «Πρόκειται για ένα θυμωμένο παιδί, το οποίο μετατρέπει τον έντονο θυμό του σε πράξεις βίας ή βανδαλισμού σε βάρος ατόμων ή περιουσίας», τονίζει.
Η Χρυσούλα Κουτελιέρη-Μαυράκη δήλωσε συγκεκριμένα στο «Μανιφέστο»:
«Τα αίτια της παιδικής παραβατικότητας διερευνώνται διαρκώς τις τελευταίες δεκαετίες από τη διεθνή επιστημονική κοινότητα, εντούτοις δεν έχουν πλήρως διευκρινισθεί. Τα τελευταία χρόνια, μάλιστα, με δεδομένη την έξαρση του φαινομένου, υπάρχει έντονο ενδιαφέρον για την πρόληψη και την καταπολέμησή του. Πολλοί μεγάλοι στοχαστές και ερευνητές έχουν αναζητήσει τις πιθανές πηγές της επιθετικότητας η οποία μεταλλάσσεται σε βία και ωθεί στην παραβατικότητα. Δύο είναι οι κύριες απόψεις: η μία θεωρεί ως αιτία ενδογενείς παράγοντες, δηλαδή ένστικτα κληρονομημένα από προηγούμενες γενιές, ενώ η δεύτερη εξωγενείς, περιβαλλοντικούς παράγοντες και επιδράσεις από εμπειρίες και βιώματα. Σε κάθε περίπτωση, το παιδί το οποίο προβαίνει σε παραβατικές πράξεις ή παραπτώματα έχει σαφή χαρακτηριστικά συμπεριφοράς. Πρόκειται για ένα θυμωμένο παιδί, το οποίο μετατρέπει τον έντονο θυμό του σε πράξεις βίας ή βανδαλισμού σε βάρος ατόμων ή περιουσίας. Ο θυμός μπορεί να προέρχεται από ματαίωση, δηλαδή ανικανοποίητη επιθυμία ή από πολύ τιμωρητική και αυστηρή αντιμετώπιση. Η ματαίωση μπορεί να έχει κοινωνικό υπόβαθρο, δηλαδή το παιδί μπορεί να αισθάνεται ότι δεν χαίρει εκτίμησης, αποδοχής ή θαυμασμού, αρχικά από το οικογενειακό και στη συνέχεια από το σχολικό και κοινωνικό περιβάλλον. Ετσι το παιδί προσπαθεί με αρνητικό τρόπο να επιδειχθεί και να ξεχωρίσει, αποκτώντας μία θέση ευδιάκριτη και ξεχωριστή μεταξύ των συνομηλίκων του. Συχνά η παραβατικότητα είναι αποτέλεσμα ομαδικής δράσης συνομηλίκων οι οποίοι διαμορφώνουν τον δικό τους κόσμο, ξεχωριστό από εκείνο των ενηλίκων με τις δικές τους αξίες και στάσεις.
Είναι γνωστή η μύηση στις ομάδες μέσω προκλήσεων παραβατικού χαρακτήρα προκειμένου να γίνει κάποιος μέλος της ομάδας αυτής. Οι δύο πλέον σημαντικοί παράγοντες στη διαμόρφωση του χαρακτήρα ενός παιδιού είναι οι «σημαντικοί ενήλικες» και η παρέα των συνομηλίκων. Οι ενήλικοι είτε γονείς είτε εκπαιδευτικοί θα πρέπει να προβάλλουν ένα πρότυπο υγιούς και κοινωνικά αποδεκτής συμπεριφοράς οι ίδιοι, η οποία θα διακατέχεται από πνεύμα αλληλοσεβασμού, τιμιότητας, ειλικρίνειας και δικαιοσύνης. Θα πρέπει, επίσης, να είναι σταθεροί στο μοντέλο διαπαιδαγώγησης που ακολουθούν το οποίο θα εμπεριέχει δημιουργικά στοιχεία με διάλογο και όχι κήρυγμα, συνέπειες και όχι τιμωρίες. Η μεγάλη αυστηρότητα, η διαρκής επίκριση, οι στερήσεις και οι τιμωρίες ή οι ποινές καθώς και η απόρριψη μεγαλώνουν τον θυμό και την επιθετικότητα αντί να τη μειώσουν. Αντίθετα, η θετική ενίσχυση, η κατανόηση, τα υγιή πρότυπα και η αναγνώριση της προσπάθειας μπορούν να βοηθήσουν στη μείωση του θλιβερού και επικίνδυνου αυτού φαινομένου. Εξίσου, πάντως, επικίνδυνη είναι και η υπερβολική ανοχή και η προσπάθεια να δικαιολογηθούν οι πράξεις βίας ή να απομειωθεί η βαρύτητά τους εκ μέρους των γονέων οι οποίοι συχνά σπεύδουν να προσφέρουν «άλλοθι» προς αποφυγήν των συνεπειών.
Τέλος, σημαντικό ρόλο παίζει και η έκθεση του παιδιού σε σκηνές βίας ενδοοικογενειακά, κοινωνικά και εικονικά. Οι συγκρούσεις στην οικογένεια, ο έκδηλος θυμός και η επιθετικότητα η οποία απαντάται τον τελευταίο καιρό τόσο στο κοινωνικό περιβάλλον όσο και στο περιεχόμενο των παιχνιδιών και των ταινιών τα οποία τα παιδιά παρακολουθούν μετά μανίας πυροδοτούν την επιθετικότητά τους και τα ωθούν στην παράβαση και το παράπτωμα ανενδοίαστα και σχεδόν φυσικά.