«Οι μιναρέδες είναι οι λόγχες.
Οι τρούλοι είναι τα κράνη.
Οι πιστοί είναι ο στρατός.
Τα τζαμιά είναι τα στρατόπεδά μας.»
Τους στίχους αυτούς, διασκευασμένους από το ποίημα του Τούρκου λογοτέχνη και πολιτικού ακτιβιστή, Ziya Gökalp είχε απαγγείλει ο ίδιος ο Ερντογάν, σε συλλαλητήριο, το 1997, ως Δήμαρχος Κωνσταντινουπόλεως. Αυτό του κόστισε λίγους μήνες στη φυλακή και καθαίρεση από το αξίωμα του Δημάρχου για υπόθαλψη θρησκευτικού μίσους, καθώς θεωρήθηκε ότι με την απαγγελία του ποιήματος εκφράζει επεκτατικές βλέψεις έναντι των γειτονικών χωρών και είναι αντίθετος με τις θέσεις και τις αρχές του Κεμάλ Ατατούρκ.
Καταλαβαίνουμε, λοιπόν, πως τόσο η παλαιότερη απόφαση του Ταγίπ Ερντογάν για μετατροπή της Αγια-Σοφιάς σε τζαμί, όσο και η επιλογή του να ολοκληρώσει την προεκλογική του εκστρατεία για τον Ά γύρο, με προσευχή στην Αγια-Σοφιά, είναι ένα θέμα που, εκτός από τις διεθνείς συνθήκες και τις διμερείς μας σχέσεις, τις οποίες αναπόδραστα περιέπλεξε και τις θρησκευτικές και πολιτισμικές αλυσιδωτές αντιδράσεις που συνεχιζει να προκαλεί, αφορά και στην άσκηση εξουσίας και στην αλληλεπίδρασή της με το ταπεραμέντο του συγκεκριμένου πολιτικού ηγέτη.
Προσεγγίζοντας το θέμα από όλες τις απόψεις της ουσίας, αλλά και της δεοντολογίας, τονίζουμε πως η πολιτική ψυχιατρική (ως διεπιστημονικό πεδίο, καλούμενο αγγλιστί “political psychiatry”) δεν έρχεται να εισφέρει στη δημόσια και διεθνή συζήτηση, ψυχαναλύοντας ή διαγιγνώσκοντας, και μάλιστα εκ του μακρόθεν, συγκεκριμένους πολιτικούς, όπως ο ηγέτης μιας γείτονος χώρας την οποία, μάλιστα, θέλουμε, να την ονομάζουμε “φιλική”. Η ψυχιατρική, όμως, δεν είναι μόνο η ιατρική επιστήμη της διάγνωσης και αντιμετώπισης των ψυχικών παθήσεων. Στον βαθμό που όλες μας οι αποφάσεις -είτε είμαστε άνθρωποι της καθημερινότητας, είτε πολιτικοί, είτε πολιτικοί ηγέτες- διαμεσολαβούνται από συγκεκριμένες ανατομικές δομές του εγκεφάλου μας, η ψυχιατρική μπορεί να οριστεί και ως η επιστήμη της λήψης των αποφάσεων.
Δυστυχώς τελευταία -και όχι μόνο τελευταία, όπως έχω αναφέρει και κατά το παρελθόν σε δημόσιες τοποθετήσεις μου- ο Ερντογάν δείχνει ένα εντελώς διαφορετικό πρόσωπο. Πρώτα από όλα, δεν χρειάζεται να υπάρχει συγκεκριμένη παθολογία ή συγκεκριμένο ταπεραμέντο ώστε κάποιος ηγέτης να είναι άστατος, να είναι προκλητικός ή -τουναντίον και συχνά ταυτόχρονα- να είναι χρήσιμος για τη χώρα του ή για τις επιδιώξεις του λαού του, αλλά επιβλαβής για την απέναντι χώρα, που εν προκειμένω και δυστυχώς, λόγω γεωγραφίας και ιστορίας, είναι η πατρίδα μας.
Είναι γνωστή, βέβαια, η παροιμία πως “όταν κρατάς σφυρί τα βλέπεις μετά όλα ως καρφιά”, αλλά δεν μπορώ να ξεφύγω από τη φαινομενολογία και την ανίχνευση του “Συνδρόμου της Ύβρεως”, το οποίο είναι το πρώτο που έρχεται στο μυαλό μου όταν καλούμαι να ερμηνεύσω το ταπεραμέντο ενός προκλητικού πολιτικού ηγέτη, καθώς για το σύνδρομο αυτό έχω δημοσιεύσει τόσο με τον Καθηγητή μου στο Πανεπιστήμιο του Tufts, Nassir Ghaemi, όσο και με τον Λόρδο David Owen, πρώην Υπουργό εξωτερικών της μεγάλης Βρετανίας.
Το “Σύνδρομο της Ύβρεως έχει συγκεκριμένα κριτήρια και, ουσιαστικά, έχει να κάνει με μια αλλοίωση που επισυμβαίνει στην προσωπικότητα του ηγέτη, τόσο σε επίπεδο επιλογών, όσο και σε επίπεδο συμπεριφοράς, λόγω της άσκησης εξουσίας, με απόλυτο χαρακτήρα και για μακρύ χρονικό διάστημα.
Ο Erdoğan έχει ασκήσει, πρακτικά, απόλυτη εξουσία για μεγάλο χρονικό διάστημα και ως εκ τούτου εμφανίζει κάποια από τα χαρακτηριστικά αυτού του συνδρόμου. Δείχνει ότι αντιλαμβάνεται όλη την πολιτική αρένα, τόσο στο εσωτερικό της Τουρκίας όσο και στο διεθνές επίπεδο, ως μια τεράστια θεατρική σκηνή όπου μπορεί να κερδίσει δόξα και επιτυχία, και μέσα σε όλο αυτό το ψυχο-πολιτικό πλέγμα είναι σε έναν βαθμό δικαιολογημένος, από τη σκοπιά της προώθησης των δικών του συμφερόντων. Από ένα σημείο και μετά -όμως- αρχίζει να γίνεται ενοχλητικός και επικίνδυνος, τόσο ο ίδιος όσο και ο σχεδιασμός του για να αναδείξει την Τουρκία σε περιφερειακή δύναμη και όχι απλά σε μια δυναμική χώρα η οποία προασπίζει τα εθνικά της συμφέροντα και τα εθνικά της δίκαια. Ο Τούρκος ηγέτης, δείχνει ότι πολλές φορές είναι επιπόλαιος και δεν δίνει ιδιαίτερη προσοχή στις λεπτομέρειες.
Ταυτόχρονα, προσπαθώντας να χειρισθεί την ψυχολογία των μαζών, δείχνει να προβαίνει σε δηλώσεις και τοποθετήσεις με στόχο το δικό του εσωτερικό ακροατήριο, υιοθετώντας την προκλητικότητα στη στάση του κατά της Ελλάδας, κατά άλλων χωρών, αλλά και κατά παντός διαφωνούντος με τα μεγαλεπήβολα εθνικά σχέδια του Πανοθωμανισμού του, μέσα από μια Μεγάλη Τουρκία, τη «Γαλάζια Πατρίδα», όπως για παράδειγμα ο Οίκος «Μoodies» που υποβάθμισε παλαιότερα την πιστοληπτική ικανότητα της οικονομίας της Τουρκίας, εισπράττοντας την ανεξέλεγκτη μήνιν του «Σουλτάνου».
Στο σημείο αυτό, θα πρέπει να διαχωρίσουμε τα πράγματα σε δύο δρόμους ανάλυσης. Ο ένας δρόμος έχει να κάνει με το εάν ο Ερντογάν συμπεριφέρεται με αυτόν τον τρόπο, καθαρά για λόγους επικοινωνίας και στρατηγικής και ο δεύτερος δρόμος σχετίζεται με το κατά πόσον μια τέτοια πολιτική μπορεί να είναι προϊόν, μιας εσωτερικής του κατάστασης η οποία τον κάνει να χάνει σιγά-σιγά το κριτήριο της πολιτικής νηφαλιότητας.
Φυσικά, ο δεύτερος δρόμος μπορεί να αποβεί ακόμα πιο επικίνδυνος, αλλά και η πρώτη οδός είναι ιδιαίτερα επισφαλής, διότι ποτέ δεν ξέρεις εάν μια επικοινωνιακή στρατηγική πρόκλησης, μια στρατηγική -δηλαδή- που ρίχνει λάδι στη φωτιά, δοκιμάζοντας τις αντοχές μιας ενδεχόμενα ευένδοτης αντίπαλης πλευράς, όπως ίσως φαίνεται στα μάτια του η ελληνική πλευρά, ή και ολόκληρη η Ευρώπη, μπορεί να πάρει επικίνδυνες διαστάσεις. Πότε μπορεί να γίνει -δηλαδή- ένα επεισόδιο, όπως αυτό με τον παλαιότερο εμβολισμό ελληνικού πλοίου, ή όπως αυτό με τη σύλληψη των Ελλήνων στρατιωτικών στον Έβρο, το οποίο ενδέχεται να μην περιοριστεί τοπικά, αλλά να λάβει διαστάσεις γενικευμένης σύρραξης.
Πρέπει, λοιπόν, να διαχωρίσουμε αυτό που είναι πραγματική πρόθεση και πραγματική απόφαση και βούληση και άσκηση πολιτικής του ηγέτη, από αυτό που υφαίνεται ως επικοινωνιακό παιχνίδι. Αρχίζουμε και ανησυχούμε όταν φαίνεται πως ένας ηγέτης προβαίνει σε αποφάσεις και σε προκλητικότητες όχι επειδή αυτός είναι ο στρατηγικός του σχεδιασμός, υπό το κράτος της λογικής και των κανόνων της επωφελούς επικοινωνίας του με το εσωτερικό ή το εξωτερικό του ακροατήριο, ή της διαπραγματευτικής του τακτικής, αλλά όταν αυτό είναι το αποτέλεσμα μιας ψυχολογικής κατάστασης η οποία ενδέχεται να τον εμποδίζει να σκεφτεί λογικά.
Η προπαγάνδα, τώρα, που ασκεί ο Erdoğan για εσωτερική κατανάλωση, μέσα από προσβλητικές για τον Ελληνισμό, την Ορθοδοξία, αλλά και όλη τη Χριστιανοσύνη, κινήσεις, όπως η μετατροπή της Αγία-Σοφίας σε τζαμί, είναι επικίνδυνη, και πρέπει να ανησυχεί τη διεθνή κοινότητα, καθώς αυτό το παιχνίδι που παίζει με την φωτιά, δύναται να αποβεί για όλους και ιδιαίτερα για την Ελλάδα επικίνδυνο.
Αυτό που πρέπει, όμως, να κρατήσουμε περισσότερο, είναι ότι δεν υπάρχουν ψυχιατρικά ή φυλετικά στερεότυπα στις διεθνείς σχέσεις. Κάθε στιγμή πρέπει να είμαστε προετοιμασμένοι για την τοξική επίδραση της εξουσίας στα ταπεραμέντα των ανθρώπων. Από εκεί και πέρα, πρέπει εμείς οι ίδιοι να θωρακίσουμε τη χώρα μας και εμείς να είμαστε έτοιμοι να αντιμετωπίσουμε είτε τον επικοινωνιακό τακτικισμό είτε την ψυχοπαθολογία ξένων ηγετών όταν αυτά κλιμακώνονται σε μέγεθος απειλών ή απαράδεκτων, συμβολικά και ουσιαστικά, προκλήσεων. Ας θυμηθούμε πως το διάστημα που ο Erdoğan ήταν στη φυλακή, Έλληνες πολιτικοί τον είχαν επισκεφτεί, σημειώνοντας παράλληλα πως ένα από τα χαρακτηριστικά του “Συνδρόμου της Ύβρεως” είναι και η ακλόνητη πίστη, αυτών που το εμφανίζουν, πως θα δικαιωθούν σε ένα άλλο, μεγάλο, δικαστήριο, αυτό της Ιστορίας. Δεν ξέρουμε όταν ο Erdoğan ήταν φυλακισμένος αν είχε τέτοια πίστη….