Πλέον, καταλάγιασε και η τελευταία σκόνη από τις πρόσφατες αυτοδιοικητικές εκλογές και ήρθε η ώρα να στρέψουμε την προσοχή μας σε όσα σχετίζονται άμεσα με τη συμμετοχικότητα και κατ’ επέκταση την ποιότητα της πολιτικής ζωής.
Ας δούμε τους αμείλικτους αριθμούς. Στις φετινές εκλογές, λοιπόν, συμμετείχαν ως υποψήφιες δήμαρχοι συνολικά 164 γυναίκες, ποσοστό 13,5% του συνόλου αν αναλογιστεί κανείς ότι οι «αρσενικοί» υποψήφιοι ήταν 1.047. Την ίδια ώρα, τις 13 Περιφέρειες της χώρας διεκδίκησαν μόλις 11 γυναίκες και συνολικά 67 άνδρες.
Για τις εκλογές δήλωσαν συμμετοχή, μέσω της ηλεκτρονικής πύλης του υπουργείου Εσωτερικών, 151.766 υποψήφιοι. Από αυτούς οι 63.906 είναι υποψήφιοι δημοτικοί σύμβουλοι, οι 7.395 υποψήφιοι περιφερειακοί σύμβουλοι και οι 80.465 υποψήφιοι δημοτικών κοινοτήτων. Σε ό,τι αφορά στην αναλογία ανά φύλο, άνδρες ήταν το 59,07% και γυναίκες το 40,93%, οριακά δηλαδή πάνω από την υποχρεωτική ποσόστωση που προβλέπει η νομοθεσία.
Τα αποτελέσματα είναι ότι οι 19 γυναίκες δήμαρχοι που εξελέγησαν το 2019, αυξήθηκαν στο ισχνό νούμερο 22, ενώ στις Περιφέρειες από τη 1 εκλεγμένη περιφερειάρχη του 2019, πλέον δεν έχουμε καμία!
Δεν χρειάζονται ιδιαίτεροι μικροϋπολογισμοί για να αντιληφθεί κανείς ότι οι συνθήκες συμμετοχής των γυναικών στα κοινά δεν έχουν τίποτα κοινό με αυτές των ανδρών. Η γυναικεία συμμετοχή δε ξεκινά από τις ίδιες αφετηρίες, δεν έχει τους ίδιους όρους ούτε και τις ίδιες φιλοδοξίες με αυτές των ανδρών.
Στις περισσότερες περιπτώσεις, οι γυναίκες θέτουν υποψηφιότητα ως αποτέλεσμα της πίεσης των επικεφαλής, προκειμένου να συμπληρώσουν την ποσόστωση ή και να «εξωραΐσουν» το ψηφοδέλτιό τους.
Δεν είναι, άλλωστε, εύκολη η διαδρομή από την κουζίνα έως τα έδρανα, θέση που παραδοσιακά επιφυλάσσουν για τις γυναίκες οι κλειστές και αρτηριοσκληρωτικές κοινωνίες. Δεν είναι εύκολο να εκπροσωπείς όσους δε θέλουν να εκπροσωπείσαι. Δεν είναι καθόλου εύκολο να πείσεις ότι διαθέτεις τα εφόδια, αλλά και τον συνδυαστικό τρόπο σκέψης για να πετύχεις σε θέσεις διοίκησης έναν κόσμο που έχει μάθει να σκέφτεται μονολιθικά.
Γι’ αυτό και το δικαίωμα του εκλέγεσθαι απαιτεί από τις γυναίκες περισσεύματα σθένους και αντοχών. Απαιτεί μια συνειδητοποίηση των διακρίσεων και της σκληρής πραγματικότητας που υποβόσκει πίσω από τα χαμόγελα. Απαιτεί, τέλος, εξορθολογισμό απαρχαιωμένων νοοτροπιών στην ελληνική κοινωνία.
Σήμερα, η νομική εργαλειοθήκη που ενισχύει τη φωνή των γυναικών έχει ενισχυθεί σημαντικά χάριν των παρεμβάσεων της κυβέρνησης. Συγκεκριμένα, το Εθνικό Σχέδιο Δράσης για την Ισότητα των φύλων, αλλά και τις περιφερειακές και δημοτικές Επιτροπές Ισότητας που εξασφαλίζουν καλύτερη πρόσβαση στη Τοπική Αυτοδιοίκηση.
Η μεγάλη αλλαγή που θέλουμε να δούμε, όμως, θα έρθει από εμάς τους ίδιους. Από την αλλαγή στην ίδια την κουλτούρα μας. Από το να μην λέμε για τα προσχήματα «ναι» στις γυναίκες, ενώ την ίδια στιγμή μοχλεύουμε με τις πράξεις μας το «όχι» προς αυτές. Από το να ενθαρρύνουμε τις γυναίκες να συμμετέχουν και να αρθρώνουν λόγο.
Σε αυτήν την κοινωνία ισότητας, δε θα χρειάζονται οι ποσοστώσεις, οι δικλείδες και τα νομικά εχέγγυα. Το μόνο που θα χρειαστεί είναι η προσωπική και συλλογική συμβολή του καθενός από εμάς ξεχωριστά. Σε αυτήν εναποθέτουμε τις ελπίδες μας για το μέλλον...
*Η Χριστίνα Τσιλιγκίρη είναι οικονομολόγος MSc, πρόεδρος ΣΕΦ, πρόεδρος EMCA, πολιτευτής ΝΔ Β' Πειραιά, διευθύντρια Αθλητισμού Αθλητισμού και ΑΜΕΑ UNESCO Πειραιώς και Νήσων