Μία ανάλυση της πρόσφατης κοινοβουλευτικής αντιπαράθεσης γύρω από τη διαδικασία ψήφισης πρότασης συγκρότησης ειδικής επιτροπής, με έμφαση στις συνταγματικές και κανονιστικές διαστάσεις.

Ο Χαράλαμπος Β. Κατσιβαρδάς σχολιάζει στο «Μανιφέστο» την αποχώρηση της αντιπολίτευσης και θέτει το ζήτημα της θεσμικής συνέπειας και της ερμηνείας του άρθρου 67 του Συντάγματος.

Θεσμική προπέτεια εκ της αντιπολιτεύσεως

Η εσκεμμένη συσκότιση της γραμματικής ερμηνείας του συντάγματος και του κανονισμού της Βουλής επιχειρείται σφόδρα εκ μέρους της συλλήβδην αντιπολιτεύσεως, η οποία αποπειράται λίαν τεχνηέντως να αποσείσει τις ευθύνες της ακατάληπτης και θεσμικά προπετούς αποχωρήσεώς της εις μία καίρια ψηφοφορία επί μίας προτάσεως την οποία η ίδια έφερε, την παρελθούσα Τετάρτη 30-07-2025.

Την 30ή-7-2025, βιώσαμε τη διεξαγωγή μίας ανεπίληπτης και υποδειγματικής διαδικασίας, προεδρεύοντος του δικηγόρου κ. Γεωργίου Γεωργαντά, ο οποίος εν τοις πράγμασι κατέστη με σθένος θεματοφύλακας της συνταγματικής νομιμότητας και κοινοβουλευτικής τάξεως υπό την καθολική εποπτεία του εν παντί αγρυπνούντος προέδρου της Βουλής, Νικήτα Κακλαμάνη, κατά την στιγμήν την οποία η αντιπολίτευση επιχείρησε να στασιάσει μαινόμενη.

Είναι πρόδηλον ότι το άρθρο 67 του συντάγματος θέτει ως προαπαιτούμενο έγκυρης λήψεως αποφάσεως την ψήφιση, κατ’ ελάχιστον του 1/4 αριθμού των βουλευτών, ήτοι 75 βουλευτών.

Το εν θέματι άρθρο, καίτοι φέρει στον τίτλο τον όρο απαρτία, ρυθμίζοντας σιωπηρά την ως άνω ρήτρα, είναι γεγονός ότι το σύνταγμα του 1975 επανέρχεται στη ρύθμιση του συντάγματος του 1927, ήτοι εις την απουσία αναφοράς σε ρύθμιση περί απαρτίας, ως τούτο εξάλλου συμβαίνει και εις τον εν ισχύ κανονισμό της Βουλής.

Συμφώνως προς το άρθρο 69 παρ. 4 του κανονισμού της Βουλής, ο προεδρεύων καθίσταται ο καθ’ ύλην αρμόδιος να διαπιστώσει εν τω πράττεσθαι την ύπαρξη απαρτίας και να προβεί αμελλητί εις την έγκυρη έναρξη της διαδικασίας ψηφοφορίας, ως εν προκειμένω έλαβε χώρα, λαμβάνοντας υπόψιν την έγκυρη διαδικασία της επιστολικής ψήφου, ως ορίζεται εις το άρθρο 70Α του κανονισμού της Βουλής, η οποία υποκαθιστά, ως γεγραμμένος τρόπος ψηφοφορίας, την αυτοπρόσωπη παρουσία, άνευ όμως να απεκδύεται του έγκυρου προσωπικού χαρακτήρα της ψήφου, η οποία έχει αποκρυσταλλωθεί προσηκόντως υπό του εκάστοτε απολειπομένου βουλευτού εκ της τεκμαιρομένης παρακολουθήσεως των διαμειφθέντων εν τη Ολομελεία.

Ως εκ τούτου, ενώ τηρήθηκε απαρεγκλίτως η νομιμότητα, άνευ ουδεμίας παρατυπίας ή εμφυλοχωρούσης καταστρατηγήσεως, η αντιπολίτευση διατύπωσε νόμω αβάσιμα παρεμπίπτοντα ζητήματα και παντάπασι αλυσιτελείς ενστάσεις αναβολής της ψηφοφορίας, ποιουμένη μνείας επί του άρθρου 86 παράγραφος 3 του συντάγματος, θέτοντας ζήτημα, ως έπος ειπείν, εγκύρου λήψεως αποφάσεως, με κατώτερο αριθμό παρισταμένων βουλευτών 151, δηλαδή παρέβλεψε την εφαρμοστέα εν προκειμένω διάταξη του άρθρου 67 του συντάγματος, παρερμηνεύοντας τη ρήτρα περί του αριθμού των 151 βουλευτών που προβλέπεται να συντρέχουν κατ’ άρθρο 86 παρ. 3 του συντάγματος, επί τω τέλει όμως, να υπερψηφισθεί εκ του σώματος η επίμαχη πρόταση συγκροτήσεως ειδικής κοινοβουλευτικής επιτροπής προς διενέργεια προκαταρκτικής εξετάσεως.

Εις επίρρωσιν του ως άνω νομικού διολισθήματος επί του πρακτέου, σύσσωμος η αντιπολίτευσις προτίμησε να αποχωρήσει, αναιρώντας εκκωφαντικά τον εαυτό της καθότι εκ του αποτελέσματος διεφάνη ότι και η ίδια ουδόλως πίστευε τα λεγόμενά της, συντασσόμενη σιωπηρώς με την εγκυρότητα εφαρμογής του άρθρου 67 του συντάγματος ως στερρώς ετέθη αταλάντευτα και εξυπαρχής εκ της κυβερνήσεως, διότι εάν πράγματι πίστευε εις τον αριθμό των 151 βουλευτών, θα παρέμενε στωικώς εντός της αιθούσης, καθότι ήδη είχαν προαναγγελθεί οι επιστολικές ψήφοι της ΝΔ, άρα θα εσχηματίζετο ο απαιτούμενος αριθμός των παρόντων βουλευτών, έστω και κατά τα διατεινόμενά της κατ’ εφαρμογή του άρθρου 86 παράγραφος 3

Δικηγόρος Παρ’ Αρείω Πάγω και ΣτΕ
Ανεξάρτητος Βουλευτής