Η ελληνική αγορά αυτοκινήτου βρίσκεται σε μια μεταβατική φάση, με τις καταναλωτικές προτιμήσεις να αποτυπώνουν όχι μόνο τις τεχνολογικές εξελίξεις, αλλά και τις ευρύτερες κοινωνικοοικονομικές ανησυχίες. Η άνοδος των υβριδικών οχημάτων τον Απρίλιο καταδεικνύει μια σταδιακή στροφή προς φιλικότερες προς το περιβάλλον λύσεις, αλλά και μια ανάγκη για οικονομικότερη καθημερινή μετακίνηση, σε ένα περιβάλλον ακρίβειας και ενεργειακής αβεβαιότητας. Την ίδια ώρα, τα πλήρως ηλεκτρικά αυτοκίνητα εμφανίζουν σημάδια κόπωσης, σε μια περίοδο κατά την οποία η αγορά αναζητά κατεύθυνση και σταθερότητα.

Η αύξηση κατά 14,3% στις πωλήσεις υβριδικών μοντέλων δεν είναι ένα απλό εμπορικό φαινόμενο. Αντανακλά την ανάγκη των νοικοκυριών να προσαρμοστούν σε μια νέα ενεργειακή πραγματικότητα, όπου το κόστος των μετακινήσεων βαραίνει σημαντικά τον οικογενειακό προϋπολογισμό. Επιπλέον, η επιλογή υβριδικών – που δεν απαιτούν εξειδικευμένες υποδομές φόρτισης – φαίνεται να λειτουργεί ως «ρεαλιστικός συμβιβασμός» μεταξύ κόστους, τεχνολογίας και αξιοπιστίας. Τα ποσοστά, ωστόσο, παραμένουν αισθητά χαμηλότερα από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, γεγονός που αναδεικνύει τη δομική υστέρηση της ελληνικής αγοράς στις πράσινες τεχνολογίες.

Παράλληλα, το ενδιαφέρον για τα plug-in υβριδικά και τα πλήρως ηλεκτρικά μοντέλα δείχνει να υποχωρεί οριακά, όχι λόγω αμφισβήτησης της τεχνολογικής τους αξίας, αλλά κυρίως λόγω μεταβλητών που επηρεάζουν την καταναλωτική εμπιστοσύνη. Ο μέσος καταναλωτής εμφανίζεται επιφυλακτικός απέναντι σε επιλογές που προϋποθέτουν καθημερινή φόρτιση ή διαφορετική οργάνωση του τρόπου μετακίνησης, ιδιαίτερα σε ένα περιβάλλον όπου το κόστος, η αυτονομία και η ευκολία χρήσης παραμένουν καθοριστικοί παράγοντες. Η συμπεριφορά αυτή υπογραμμίζει τη σημασία που δίνει το κοινό στην αμεσότητα και την πρακτικότητα, έναντι μιας θεωρητικά πιο «πράσινης» επιλογής που μπορεί να συνεπάγεται νέες συνήθειες ή και επιπλέον κόστος.

Η Πράσινη Μετάβαση και η Πραγματικότητα της Αγοράς

Σύμφωνα με τα στοιχεία του Απριλίου, οι πωλήσεις υβριδικών μοντέλων αυξήθηκαν κατά 14,3% σε σχέση με πέρυσι, με μερίδιο 12,1% στο πρώτο τετράμηνο. Η αύξηση αυτή έρχεται ως απάντηση τόσο στην ανάγκη για μείωση της κατανάλωσης καυσίμου, όσο και στη γενικότερη ανασφάλεια απέναντι στο ενεργειακό κόστος. Ωστόσο, η απόσταση από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο (35,5%) είναι ενδεικτική των διαρθρωτικών καθυστερήσεων που αντιμετωπίζει η ελληνική αγορά, αλλά και της ανάγκης για ουσιαστικά πολιτικά και οικονομικά κίνητρα.

Αντίθετα, τα plug-in υβριδικά – αν και τεχνολογικά προηγμένα και κατάλληλα για καθημερινή ηλεκτρική χρήση – υποχώρησαν οριακά κατά 0,2%, ενώ διατήρησαν μερίδιο 5,6%. Το γεγονός αυτό αντανακλά τον δισταγμό των πολιτών απέναντι σε λύσεις που απαιτούν καθημερινή φόρτιση και ενδεχόμενες επενδύσεις σε υποδομές. Ειδικά στις αστικές περιοχές, η έλλειψη αξιόπιστων δημόσιων φορτιστών λειτουργεί αποτρεπτικά, παρότι υπάρχουν προτάσεις με αυτονομία άνω των 100 χιλιομέτρων, όπως το νέο plug-in της Volvo (XC70).

Ηλεκτροκίνηση: Παγωμένη Δυναμική και Αναμονή Πρωτοβουλιών

Παρά τις προσδοκίες για ενίσχυση της ηλεκτροκίνησης μέσω του προγράμματος «Κινούμαι Ηλεκτρικά 3», η αγορά έδειξε σημάδια στασιμότητας με πτώση -0,2% στις πωλήσεις ηλεκτρικών οχημάτων. Ο προβληματισμός είναι διάχυτος, τόσο στους καταναλωτές όσο και στους εισαγωγείς, καθώς η έλλειψη διαφάνειας για τη συνέχεια των επιδοτήσεων και την ανάπτυξη των απαραίτητων υποδομών δημιουργεί ένα ασταθές περιβάλλον.

Σε αυτό το πλαίσιο, η Πολιτεία καλείται να χαράξει σαφή στρατηγική, που θα ενσωματώνει τόσο τα περιβαλλοντικά οφέλη όσο και την κοινωνική διάσταση της πρόσβασης σε νέες τεχνολογίες. Χωρίς μια συνεκτική πολιτική, το όραμα για πράσινη κινητικότητα κινδυνεύει να παραμείνει στα χαρτιά, αφήνοντας πίσω μεγάλο μέρος της κοινωνίας.

Παραδοσιακά Καύσιμα: Πτώση Μερίδιου, Εμμονή στην Εξάρτηση

Η πτώση των πωλήσεων σε βενζινοκίνητα (-9,9%) και πετρελαιοκίνητα οχήματα (-5,7%) υποδηλώνει τη φθορά των παραδοσιακών λύσεων, χωρίς όμως να σημαίνει ότι η εξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα έχει λυθεί. Τα βενζινοκίνητα εξακολουθούν να κατέχουν ποσοστό 35,2%, έναντι 34,4% το πρώτο τετράμηνο – πολύ πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο (28,7%).

Το γεγονός αυτό εγείρει ερωτήματα για τη συνοχή της πολιτικής που ακολουθείται στον τομέα των μεταφορών. Από τη μία επιδοτούνται εναλλακτικές τεχνολογίες, από την άλλη διατηρούνται φορολογικές πολιτικές που επιτρέπουν στα συμβατικά καύσιμα να παραμένουν κυρίαρχα στην καθημερινότητα.

Κοινωνική Διάσταση: SUV και B Κατηγορία στο Προσκήνιο

Η συντριπτική πλειοψηφία των καταναλωτών στράφηκε για ακόμη έναν μήνα στα μικρομεσαία SUV της B κατηγορίας, τα οποία κατέγραψαν ποσοστό 56,1% – με 34,7% εξ αυτών να είναι SUV. Η επιλογή αυτή συνδυάζει πρακτικότητα, χαμηλότερο κόστος χρήσης και –σε πολλές περιπτώσεις– καλύτερη φορολογική μεταχείριση.

Η διατήρηση υψηλών ποσοστών σε αυτή την κατηγορία αποτυπώνει και ένα κοινωνικό πρόσημο στην αγορά αυτοκινήτου: οι πολίτες επιλέγουν οχήματα που μπορούν να καλύψουν ποικίλες ανάγκες, από αστικές μετακινήσεις μέχρι οικογενειακή χρήση, χωρίς όμως να υπερβαίνουν τις οικονομικές τους δυνατότητες.

Αξιοσημείωτη είναι επίσης η μικρή αύξηση (+1,7%) των πωλήσεων διπλού καυσίμου (LPG/CNG), με μερίδιο 3,3%, επιβεβαιώνοντας ότι η εξοικονόμηση παραμένει βασική προτεραιότητα.

Μετάβαση ή Παύση;

Η ελληνική αγορά αυτοκινήτου βρίσκεται στο μεταίχμιο μιας τεχνολογικής αλλαγής, αλλά και μιας βαθύτερης κοινωνικής αναδιάταξης στον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε τη μετακίνηση. Οι αριθμοί δείχνουν στροφή, αλλά και επιφυλάξεις. Η Πολιτεία καλείται να ενισχύσει τις υποδομές, να ξεκαθαρίσει τη στρατηγική της για την ηλεκτροκίνηση και να διαμορφώσει ένα δίκαιο πλαίσιο κινήτρων που να μην αφήνει εκτός τη μεσαία τάξη.

Η βιώσιμη κινητικότητα δεν είναι απλώς θέμα τεχνολογίας – είναι κυρίως θέμα πολιτικής βούλησης, κοινωνικής συνοχής και οικονομικής προσβασιμότητας.