Αιχμές κατά της αντιπολίτευσης αφήνει ο Δημήτρης Αβραμόπουλος μιλώντας για το Ελλάδα 2.0. «Θα πρέπει να μελετήσουν περισσότερο το σχέδιο της Κυβέρνησης, το οποίο δίνει ιδιαίτερη έμφαση στην καταπολέμηση της ανεργίας, στην ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής, στη ενδυνάμωση της επιχειρηματικότητας και στην ενίσχυση των μικρομεσαίων. Εκεί δηλαδή, που πάσχει η ελληνική κοινωνία και η ελληνική οικονομία σήμερα, έτσι ώστε να μπορέσει μετά να ανοίξει τα φτερά της και να κινηθούμε με περισσότερο δυναμισμό και αισιοδοξία στο μέλλον» τόνισε κατά τη διάρκεια συνέντευξής του στον Γιώργο Κουβαρά στο Action24.

«Όλον αυτόν τον καιρό η κυβέρνηση εργάσθηκε μεθοδικά, συστηματικά, και γι΄ αυτό τα εύσημα είχαν ήδη αρχίσει να έρχονται. Σήμερα απλώς επικυρώθηκαν με την παρουσία της Προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Είναι πολύ σημαντική η εξέλιξη αυτή για την ελληνική οικονομία, διότι θα καλύψει μεγάλες ανάγκες στο προσεχές και στο μακροπρόθεσμο μέλλον. Από την άλλη μεριά, μην ξεχνάτε, ότι δεν έχουμε μόνο 30,2 δις. Έχουμε και το ΕΣΠΑ» συμπλήρωσε ενώ αναφορά έκανε και στα ιδιωτικά κεφάλαια: «η Ελλάδα έχει αρχίσει να γίνεται πιο ελκυστική και επειδή δημιουργείται και ένα φιλόξενο και φιλικό επενδυτικό περιβάλλον, πιστεύω, ότι μετά COVID εποχή θα είναι μια καινούργια εποχή για την Ελλάδα, που θα μεταφρασθεί σε σημαντικά οφέλη για την ελληνική κοινωνία, γιατί μία από τις προτεραιότητες της κυβέρνησης είναι και η ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής και αυτό θα το δούμε, κυρίως στο κομμάτι το πιο ευαίσθητο που έχει να κάνει με τα όνειρα και τους στόχους των νεότερων γενεών».

Ο πρώην επίτροπος σημείωσε ότι «η Αντιπολίτευση αυτόν τον καιρό είναι κατώτερη των περιστάσεων, δεν το συζητάμε.
Μικραίνει τα μεγάλα και μεγαλώνει τα μικρά. Και έτσι θα πορευθεί, γι΄ αυτό και εκτιμώ ότι το μέλλον της δεν είναι ευοίωνο» και εξήγησε ότι «το ελληνικό πολιτικό σύστημα και η ελληνική δημοκρατία χρειάζεται ισχυρούς πολιτικούς πυλώνες. Συμπολίτευση, Αντιπολίτευση. Χρειαζόμαστε μια σοβαρή, αξιόπιστη Αντιπολίτευση και δεν την έχουμε σήμερα. Από την άλλη μεριά, ακυρώνεται και ο λόγος και τα προσχήματά της από τη σταθερότητα και την αποφασιστικότητα, που διακρίνει την πολιτική του Κυριάκου Μητσοτάκη. Δεν τα λέω, γιατί πρόσκειμαι σε αυτήν την Παράταξη, το βλέπω πάνω απ΄ όλα σαν πολίτης. Μην ξεχνάτε αυτόν τον καιρό εγώ δεν έχω πια θεσμικό ρόλο. Κρίνω τα πράγματα και ως πολίτης αλλά και από μακριά, έχοντας την εμπειρία των τελευταίων πέντε χρόνων, όπου μπορώ να αξιολογήσω και να κρίνω το πώς εξελίσσονται τα πράγματα, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και σε άλλες χώρες».

Ερωτώμενος για τη συνάντηση Μητσοτάκη-Ερντογάν έκανε λόγω για μια σημαντική εξέλιξη. «Πάντοτε έλεγα γνωρίζοντας καλά, όπως και πολλοί άλλοι, την ιστορία και την εξέλιξη των ελληνοτουρκικών σχέσεων, ότι στο τέλος κάθε περιόδου κρίσεως ή ακόμα και πολεμικής αναμέτρησης, ξεκίναγε μια προσπάθεια για ειρηνική συμβίωση. Ευτυχώς δεν φτάσαμε εκεί τώρα. Το ότι οι διαπροσωπικές σχέσεις όμως διαδραματίζουν και παίζουν σημαντικό ρόλο, δεν το λέω εγώ, το λέει η ιστορία. Πόσες φορές στο παρελθόν από την εποχή ακόμα του Κεμάλ Ατατούρκ και του Βενιζέλου. Οκτώ χρόνια μετά τη μικρασιατική καταστροφή και οι δύο ηγέτες, τολμηρά, θαρραλέα βγήκαν μπροστά και υπέγραψαν Σύμφωνο Φιλίας και το ΄31 επισκέφθηκε πανηγυρικά και έγινε δεκτός στην Αθήνα ο Ινονού και μάλιστα με εκατό χιλιάδες πρόσφυγες στο Παναθηναϊκό Στάδιο. Θέλω να πω ότι έχουν συμβεί αυτά στο παρελθόν. Ένα είναι το συμπέρασμα. Ότι σήμερα την υπόθεση αυτή την έχουν πάρει οι δύο ηγέτες στα χέρια τους. Είναι σημαντικό, ότι διαμορφώθηκε αυτό το νέο κλίμα, πάνω στο οποίο σιγά σιγά θα χτιστούν τα επόμενα βήματα. Δεν λύθηκαν τα προβλήματα» σημείωσε.

«Ο κ. Μητσοτάκης είναι και πατριώτης και ρεαλιστής. Έχω συζητήσει πολλές φορές μαζί του και ξέρω πώς σκέφτεται και αν θέλετε είναι κληρονόμος και συνεχιστής μιας παράδοσης που πάει στον Ελευθέριο Βενιζέλο και στον πατέρα του Κωνσταντίνο Μητσοτάκη, με τον οποίο, όπως ξέρετε, εγώ είχα μια εξαιρετική σχέση, ήμουν και Διευθυντής του Διπλωματικού του Γραφείου. Άρα να γυρίσουμε στην κατάσταση που κυριαρχούσε πριν» συμπλήρωσε.

Αιχμές άφησε για το ρόλο των ελληνικών ΜΜΕ στα ελληνοτουρκικά και την άνθιση του εθνικισμού εξηγώντας πως «ό,τι πει ο κάθε τυχάρπαστος στην Τουρκία, την άλλη μέρα είναι πρώτη είδηση στα ελληνικά κανάλια. Δηλητηριάζουν το κλίμα».

«Ο καθένας που βγαίνει στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και λέει τα δικά του, τρελοί υπάρχουν σε όλες τις χώρες. Εμάς μας ενδιαφέρει, τι λέει η επίσημη Τουρκία, τι λένε οι επίσημοι Εκπρόσωποι των δύο χωρών. Και το λέω αυτό, γιατί; Γιατί ζούμε και στην εποχή των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, που δεν ξέρουμε, τι είναι αλήθεια και τι είναι ψέμα και οι προβοκάτσιες πάντοτε εμφιλοχωρούν. Άρα σοβαρότητα, ευθύνη, σύνεση, διότι απέχουμε πολύ από τους καιρούς εκείνους, που εύκολα αρπάζαμε τα όπλα και σκοτωνόμαστε μεταξύ μας. Η Ελλάδα μπορεί να διαδραματίσει σταθερό και σταθεροποιητικό ρόλο στην περιοχή, γιατί αυτά είναι τα συγκριτικά της πλεονεκτήματα. Μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Μέλος του ΝΑΤΟ και γεφυροποιός με όλες τις χώρες της περιοχής. Και νομίζω ότι αυτή είναι μια διάσταση του νέου οράματός μας για την εξωτερική πολιτική της χώρας μας στο μέλλον» συνέχισε.

Εκτίμησε ότι ο κ. Ερντογάν στρέφεται και πάλι προς τη Δύση και ότι  «θέλει να εξομαλύνει τις σχέσεις του με την Ευρώπη και βέβαια, μέσα από αυτές τις σχέσεις, μπορούμε να δούμε και τις σχέσεις Ελλάδος-Τουρκίας».

Όσον αφορά την δική του υποψηφιότητα είπε ότι «στην πολιτική υπάρχεις κ. Κουβαρά, μονάχα εάν το θέλει ο κόσμος. Είναι ξεκάθαρο αυτό. Η κοινωνία κρίνει και οι πολίτες το βαθμό χρησιμότητάς σου. Θα έρθει η ώρα, που αυτό θα αξιολογηθεί και θα κριθεί αλλά έχω πει και κάτι άλλο. Ως δημόσιο πρόσωπο δεν πρέπει απαραίτητα να έχεις και δημόσιο αξίωμα για να έχεις πολιτικό λόγο και δημόσια παρουσία. Είμαι εδώ, όλα όσα έχω βιώσει στο παρελθόν είναι μια συμπυκνωμένη εμπειρία και το κυριότερο από όλα είναι η βούληση και η θέλησή μου να συνεισφέρω από κοινού με όλους τους άλλους να πάει η πατρίδα μου μπροστά. Θα είχα μπει ήδη στο πολιτικό παιχνίδι, εάν δεν είχε συμβεί το εξής, διότι το είχα συζητήσει με τον κ. Μητσοτάκη, δεν συνέπεσαν οι εκλογές με το τέλος της θητείας μου.
Και έπρεπε να διαλέξω τότε, δηλαδή το 2019. Ή θα παραιτούμην για να κατέβω εδώ στις εκλογές, ή δεν θα άφηνα την Ελλάδα χωρίς Επίτροπο. Διότι οι κανονισμοί της Επιτροπής λένε, αν παραιτηθεί ένας Επίτροπος τον τελευταίο χρόνο, δεν αναπληρώνεται η θέση του. Και έκανα αυτό που θεωρούσα το καθήκον μου. Έμεινα εκεί εννιά μήνες, γύρισα, είμαι εδώ, αναδιοργανώνομαι και πάντοτε στην πρώτη γραμμή της συλλογικής μας προσπάθειας. Κοντά στην Παράταξή μου και χαίρομαι που η Κυβέρνηση αυτή πραγματικά έχει επιδείξει, ότι είναι η πιο αξιόπιστη και σοβαρή Κυβέρνηση των τελευταίων ετών στη χώρα».