Για τη σχέση Ελλάδας-Ευρώπης μίλησε στα EUPODS και τον Απόστολο Μαγγηριάδη ο πρώην επίτροπος Δημήτρης Αβραμόπουλος. Αναφέρθηκε στην εμπειρία του στην ΕΕ ειδικά κατά τη δύσκολη περίοδο για την Ελλάδα.
«Θυμάμαι το δύσκολο 2015, όπου έζησα και εγώ δραματικές στιγμές, ιδίως την ημέρα που μπήκε στο Κολλέγιο των Επιτρόπων ο Πρόεδρος Γιούνκερ και είπε: σήμερα πρώτο θέμα στην ατζέντα μας, το Grexit. Θυμάμαι ότι σηκώθηκα και του είπα, αν γίνει αυτή η συζήτηση και οδηγηθούμε προς τα εκεί, την επόμενη εβδομάδα εγώ δεν θα είμαι σε αυτήν τη θέση.
Με κάλεσε μετά στο γραφείο του και μου είπε: αυτή είναι η διαδικασία που πρέπει να τηρηθεί. Έχουμε δρόμο μπροστά μας αλλά μπορώ να σου πω, ότι εγώ αυτό δεν θα επιτρέψω ποτέ να γίνει. Και θυμόσαστε, τι έγινε την εποχή εκείνη με αλλαγές πολιτικής στην Ελλάδα, με πολύ, θα έλεγα, επικίνδυνες προτάσεις να πλανώνται στον αέρα, που θα μπορούσαν να οδηγήσουν την Ελλάδα εκτός Ευρωζώνης και στη συνέχεια εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης, με κίνδυνο η χώρα να γίνει Βενεζουέλα. Δεν θα μπω όμως σε αυτά, τα βίωσα από κοντά» αφηγείται ο Δημήτρης Αβραμόπουλος.
Και παράλληλα με την οικονομική κρίση, η προσφυγική: «Συνέπεσε λοιπόν το χαρτοφυλάκιό μου να αποδειχθεί, ότι είναι το πιο σημαντικό στην Ευρώπη, αφού έπρεπε εξ υπαρχής και αυτή ήταν η αποστολή που είχα αναλάβει, να βάλω τα θεμέλια της νέας αρχιτεκτονικής για τη μεταναστευτική πολιτική και την πολιτική ασφάλειας στην Ευρώπη. Πόσο δύσκολο όμως ήταν, κ. Μαγγηριάδη, να πείσεις είκοσι οκτώ χώρες, ιδίως για αυτά τα τόσο ευαίσθητα θέματα, σε μία στιγμή που, εξαιτίας και της οικονομικής κρίσης και της προσφυγικής κρίσης πολλές από τις κυβερνήσεις να ρέπουν προς τον εθνικισμό. Δηλαδή πολιτικές πίσω από κλειστά σύνορα».
Θυμήθηκε «όταν ήμουν νέο παιδί και ταξίδευα στην Ευρώπη, έπρεπε, όταν γύρναγα πίσω, να αλλάξω διαβατήριο από τις πολλές σφραγίδες και από τους πολλούς ελέγχους. Και ξαφνικά βρέθηκα σε μία Ευρώπη ανοιχτή, χωρίς σύνορα, που θα μπορούσα να ταξιδεύω απλά με την ταυτότητά μου. Αυτά όμως είναι τα βιώματα της φοιτητικής, αν θέλετε, εποχής μου».
Σημείωσε ότι «περισσότερο οι ηγέτες της Ελλάδος έβλεπαν την Ευρώπη και λιγότερο οι Έλληνες πολίτες. Ξεχνάει κανείς τη ρήση του Κωνσταντίνου Καραμανλή, ο οποίος είχε πει, κοιτάξτε, οι Έλληνες θα πρέπει να μάθουν να κολυμπούν. Θα τους ρίξουμε στα βαθιά. Και πράγματι, πέσαμε στα βαθιά.
Η περίοδος του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη ήταν μια περίοδος πολύ σημαντική, διότι ο ίδιος ευρωπαϊστής, ήταν πολύ δραστήριος στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου αλλά και ήθελε, είχε βάλει σαν στόχο, να ενσωματώσει πλήρως την Ελλάδα στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι, με πρωτοβουλίες, αναδεικνύοντας και ένα σημαντικό ρόλο της χώρας μας στη γειτονιά μας, γιατί πάντοτε η Ελλάδα, σας θυμίζω, την εποχή εκείνη κυρίως, ήταν το προγεφύρωμα των γειτονικών χωρών ενόψει της δικής τους προοπτικής και επιθυμίας μια μέρα να γίνουν Μέλη της ευρωπαϊκής οικογένειας».
Για τον Γιούνκερ εξήγησε πως «σε όλες τις φάσεις έκλεινε το μάτι, θα το πω έτσι, φιλικά προς την Ελλάδα.
Θυμάμαι χαρακτηριστικά, όπου συζήτησα μαζί του, όταν ήρθε στο γραφείο μου, γιατί μεταξύ των άλλων αρμοδιοτήτων του, εγώ δεν είχα μόνο την εσωτερική ασφάλεια, την ιθαγένεια, είχα και τη ζώνη Σένγκεν και όλους τους μηχανισμούς της, ήρθε δύο φορές η πρόταση, να φύγει η Ελλάδα από τη ζώνη Σένγκεν.
Γιατί; Ποιο ήταν το επιχείρημα ή πρόσχημα εκείνων που το πρότειναν και κυρίως ήταν χώρες της Κεντρικής Ευρώπης, ότι η Ελλάδα δεν είναι σε θέση, δεν είναι ικανή, να διαχειρισθεί τα κοινά ευρωπαϊκά μας σύνορα, ως χώρα πρώτης γραμμής. Κυρίως μετά τις αθρόες προσφυγικές ροές του 2015-2016, όπου πρέπει να σας πω, ότι ήταν μια πολύ δύσκολη στιγμή και για μένα, διότι έπρεπε να κρατήσω την ισορροπία ανάμεσα στο ρόλο μου ως Ευρωπαίου Επιτρόπου, από την άλλη μεριά να κάνω και το πατριωτικό μου καθήκον».
Ακούστε την αφήγηση του Δημήτρη Αβραμόπουλου