Κάθε χρόνο, στις 24 Ιουλίου, η Ελλάδα τιμά την Αποκατάσταση της Δημοκρατίας. Είναι μια ημέρα εθνικής μνήμης, όχι αργίας. Μια ημέρα που μας καλεί να αναστοχαστούμε, όχι μόνο τα γεγονότα του παρελθόντος, αλλά και την ποιότητα της Δημοκρατίας σήμερα.

Πενήντα ένα χρόνια μετά την πτώση της χούντας, η Ελλάδα εξακολουθεί να βρίσκεται σε μια δημοκρατική πορεία, με θεσμικά κεκτημένα, με προκλήσεις, αλλά και με απειλές, που δεν προέρχονται πλέον από τα τανκς, αλλά από το χαμηλό –πολλές φορές– επίπεδο του δημόσιου διαλόγου, τον λαϊκισμό και την τοξικό αντιπολιτευτικό πολιτικό λόγο.

Η κρίσιμη νύχτα

Η επταετία 1967-1974 αποτελεί τη σκοτεινότερη περίοδο της Γ' Ελληνικής Δημοκρατίας. Στις 21 Απριλίου 1967, η Ελλάδα βρέθηκε υπό την εξουσία ενός στρατιωτικού καθεστώτος, που έβαλε τη χώρα στον «γύψο», καταργώντας το σύνταγμα, καταπατώντας τα ανθρώπινα δικαιώματα, φυλακίζοντας και στέλνοντας στην εξορία πολιτικούς και πολίτες, λογοκρίνοντας τον Τύπο και διαλύοντας κάθε έννοια θεσμικής λογοδοσίας.

Η πτώση του καθεστώτος επήλθε μετά την τραγωδία της Κύπρου. Το χουντικό πραξικόπημα κατά του αρχιεπισκόπου Μακαρίου, το οποίο έδωσε την αφορμή που ζητούσε η Τουρκία για να εισβάλει στη Μεγαλόνησο, ήταν το τελειωτικό πλήγμα για τη στρατιωτική δικτατορία.

Ετσι, με τη χώρα να αντιμετωπίζει μια πρωτοφανή εθνική καταστροφή, το πρωί της 23ης Ιουλίου ο αρχηγός των Ενόπλων Δυνάμεων, στρατηγός Γρηγόριος Μπονάνος, και οι αρχηγοί του Στρατού, αντιστράτηγος Ανδρέας Γαλατσάνος, Ναυτικού, αντιναύαρχος Πέτρος Αραπάκης και Αεροπορίας, αντιπτέραρχος Αλέξανδρος Παπανικολάου, πήγαν στη Βουλή και ζήτησαν συνάντηση από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, Φαίδωνα Γκιζίκη, στον οποίο διατύπωσαν επιτακτικά την άποψη ότι θα πρέπει να ανατεθεί η εξουσία στους πολιτικούς.

Με τη σειρά του, ο Γκιζίκης κάλεσε στο γραφείο του τον σκιώδη δικτάτορα Ιωαννίδη και του ανακοίνωσε την απόφαση της στρατιωτικής ηγεσίας. Ο Ιωαννίδης τον άκουσε χωρίς να αντιδράσει και αποχώρησε.

Ο Γκιζίκης, αμέσως μετά, κάλεσε στο γραφείο του στη Βουλή τον πρόεδρο της ΕΡΕ, Παναγιώτη Κανελλόπουλο, τον πρόεδρο της Ενωσης Κέντρου, Γεώργιο Μαύρο, τον Ευάγγελο Αβέρωφ, τον Πέτρο Γαρουφαλιά, τον Στέφανο Στεφανόπουλο, τον Γεώργιο Αθανασιάδη-Νόβα, τον Σπύρο Μαρκεζίνη και τον Ξενοφώντα Ζολώτα, ενώ την ίδια ώρα έξω από το Κοινοβούλιο είχαν συγκεντρωθεί χιλιάδες λαού, πανηγυρίζοντας για την πτώση της χούντας.

Η αρχική απόφαση που πάρθηκε ήταν ο σχηματισμός κυβέρνησης με πρωθυπουργό τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο και αντιπρόεδρο τον Γεώργιο Μαύρο. Ομως, ύστεαρ από παρέμβαση του Ευάγγελου Αβέρωφ και του αντιναύαρχου Πέτρου Αραπάκη επικράτησε η λύση της επιστροφής του αυτοεξόριστου στη Γαλλία, από το 1963, Κωνσταντίνου Καραμανλή, για να αναλάβει αυτός τον σχηματισμό κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας. Το τηλεφώνημα στον Καραμανλή έκανε ο Αβέρωφ, ο οποίος του ζήτησε να επιστρέψει άμεσα στην Αθήνα. Ο Εθνάρχης δέχθηκε αμέσως! Το μόνο που έμενε να λυθεί ήταν ο τρόπος της επιστροφής του Καραμανλή. Τη λύση έδωσε ο πρόεδρος της Γαλλίας, Βαλερί Ζισκάρ ντ’ Εστέν, ο οποίος του διέθεσε το αεροπλάνο της γαλλικής προεδρίας.

Η αναχώρηση από το παρισινό αεροδρόμιο του Μπουρζέ έγινε στις 22:00 (τοπική ώρα) και η άφιξη του Εθνάρχη στο αεροδρόμιο του Ελληνικού έγινε στις 02:05. Στην πίστα του αεροδρομίου τον περίμενε μια λαοθάλασσα. Με αποφασιστικό βήμα μπήκε στη μαύρη Mercedes που τον περίμενε. Στην πορεία του μέχρι την Πλατεία Συντάγματος χιλιάδες κόσμου βρίσκονταν σε όλη τη διαδρομή σχηματίζοντας μια τεράστια ανθρώπινη αλυσίδα.

Στις 04:00 τα ξημερώματα ο Καραμανλής θα ορκιζόταν πρωθυπουργός της κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας ενώπιον του αρχιεπισκόπου Σεραφείμ και του Προέδρου της Δημοκρατίας, Φαίδωνα Γκιζίκη.

Μέσα σε λίγους μήνες, οργανώθηκαν ελεύθερες εκλογές, διεξήχθη δημοψήφισμα για το πολίτευμα, συντάχθηκε νέο σύνταγμα και νομιμοποιήθηκε το ΚΚΕ, θέτοντας τέρμα στα κατάλοιπα του εμφυλιοπολεμικού κράτους. Ηταν η αρχή της Μεταπολίτευσης, μιας περιόδου που –με όλα τα λάθη και τις υπερβολές της– σήμανε την πιο δημοκρατική και ειρηνική φάση της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας.

Η Μεταπολίτευση υπήρξε θεμελιώδης για τη διαμόρφωση της σύγχρονης Ελλάδας. Στην περίοδο αυτή:

-Κατοχυρώθηκαν πλήρως τα πολιτικά δικαιώματα και οι ατομικές ελευθερίες.

-Εδραιώθηκε η πολιτική εναλλαγή στην εξουσία, με ομαλές και αδιαμφισβήτητες εκλογικές διαδικασίες.
-Η Ελλάδα εντάχθηκε στην τότε ΕΟΚ, με μακροχρόνια ευρωπαϊκή προοπτική.

-Αναπτύχθηκε η κοινωνία των πολιτών, ενισχύθηκε ο συνδικαλισμός και τέθηκαν οι βάσεις για τη σύγχρονη ευημερία.

Ασφαλώς, η περίοδος αυτή είχε και αδυναμίες: φαινόμενα πελατειακού κράτους, κομματισμός, κατασπατάληση δημόσιων πόρων. Ομως, κανένα από αυτά τα φαινόμενα δεν αμφισβήτησε τον θεσμικό πυρήνα της Δημοκρατίας. Η ελευθερία της έκφρασης, η ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης, η λειτουργία του Τύπου, οι αδιαμφισβήτητες εκλογές, το δικαίωμα στην απεργία και τη διαμαρτυρία παρέμειναν αδιαπραγμάτευτα.

Η Δημοκρατία στην Ελλάδα, ανθεκτική στις κρίσεις, άντεξε ακόμη και τη βαθιά κοινωνικοοικονομική κρίση των μνημονίων και την πολυσχιδή πρόκληση της πανδημίας, χωρίς να εκτραπεί θεσμικά. Και αυτό από μόνο του συνιστά επίτευγμα!

Το απειλητικό τέρας του λαϊκισμού

Το πολιτικό κλίμα έχει γίνει ανησυχητικά τοξικό, χαρακτηριστικότερο παράδειγμα ο χαρακτηρισμός μιας εκλεγμένης κυβέρνησης ως «χούντα», κάτι που συνιστά προσβολή προς τα θύματα της δικτατορίας, υπονομεύει την εμπιστοσύνη στους θεσμούς και ευτελίζει τη δημοκρατική αντιπαράθεση!

Παρά τη θεσμική της σταθερότητα, η σημερινή Δημοκρατία στην πατρίδα μας υφίσταται έντονες πιέσεις, όχι από στρατιωτικά πραξικοπήματα, αλλά από τη διαρκή υπονόμευση από το τέρας του λαϊκισμού. Το πολιτικό κλίμα τα τελευταία χρόνια έχει γίνει ανησυχητικά τοξικό. Η διαφωνία μετατρέπεται σε δαιμονοποίηση και ο αντίπαλος δεν είναι πολιτικός ανταγωνιστής, αλλά «εχθρός του λαού»!

Το πιο χαρακτηριστικό σύμπτωμα αυτής της παρακμής είναι οι πρόσφατες δηλώσεις στελεχών της αντιπολίτευσης, που δεν διστάζουν να αποκαλούν μια δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση «χούντα» ή «εγκληματική οργάνωση».

Ας το πούμε καθαρά: Οποιος μιλά σήμερα για «χούντα» στην Ελλάδα του 2025, είτε αγνοεί την ιστορία είτε τη διαστρεβλώνει συνειδητά. Η χρήση τέτοιων όρων συνιστά προσβολή προς τα θύματα της πραγματικής χούντας, υπονομεύει την εμπιστοσύνη στους θεσμούς και ευτελίζει τη δημοκρατική αντιπαράθεση!

Η Ελλάδα σήμερα:

-Διεξάγει ελεύθερες και αδιάβλητες εκλογές.

-Διαθέτει ανεξάρτητες Αρχές, που ελέγχουν και επικρίνουν –συχνά αυστηρά– την εκτελεστική εξουσία.

-Εχει Δικαιοσύνη που εκδίδει αποφάσεις κατά κυβερνήσεων, ακόμα και για μείζονα ζητήματα.

-Διαθέτει πλουραλιστική ενημέρωση, όχι μόνο από τα παραδοσιακά ΜΜΕ, αλλά και από τα όλο και πιο ισχυρά από άποψη παρέμβασης social media, με έντονη –συχνά ακραία– αντικυβερνητική ρητορική.

Σε ποιο σημείο, λοιπόν, προκύπτει η «χούντα»; Και με ποιο δικαίωμα η νομιμότητα εξομοιώνεται με την καταστολή; Ποια «εγκληματική οργάνωση» λειτουργεί μέσω αδιάβλητων εκλογών, Κοινοβουλίου και ισχυρών θεσμών και δομών ελέγχου και λογοδοσίας;

Η απάντηση είναι μία: Πρόκειται για πολιτικό λαϊκισμό, που επιχειρεί να ακυρώσει τον θεσμικό διάλογο και να απονομιμοποιήσει τον αντίπαλο, όχι με επιχειρήματα, αλλά με ύβρεις και χαρακτηρισμούς. Είναι το ίδιο αφήγημα, που καλλιεργούσε πριν από λίγα χρόνια το σύνθημα «ή τους τελειώνουμε ή μας τελειώνουν».

Ο λαϊκισμός δεν είναι αθώος. Είναι διαβρωτικός. Δηλητηριάζει τον δημόσιο λόγο και κατατρώει τα θεμέλια της συναινετικής πολιτικής κουλτούρας. Καλλιεργεί μανιχαϊστικές αντιλήψεις: Εμείς είμαστε το «λαϊκό δίκιο» και οι άλλοι είναι το «καθεστώς». Επικαλείται τον λαό, αλλά μόνο όταν τον εκφράζει ο ίδιος. Οταν χάνει εκλογές, δεν σέβεται το αποτέλεσμα... Οταν δεν πείθει, καταγγέλλει «συστημική συνωμοσία».

Αυτό το φαινόμενο δεν είναι ελληνική πρωτοτυπία, είναι πανευρωπαϊκή ανησυχία. Από τον Ορμπαν στην Ουγγαρία μέχρι τον Μελανσόν στη Γαλλία, ο πολιτικός εξτρεμισμός επενδύει στη σύγχυση και την αμφισβήτηση της δημοκρατικής νομιμότητας.

Στην Ελλάδα, όμως, με την ιστορική εμπειρία της χούντας ακόμα νωπή στη συλλογική μνήμη, η επίκληση της «δικτατορίας» για μικροκομματικά οφέλη είναι εθνικά και ηθικά απαράδεκτη. Οχι μόνο επειδή προσβάλλει τη νοημοσύνη των πολιτών, αλλά κυρίως γιατί ξεπλένει έμμεσα τη φρίκη της πραγματικής εκτροπής της χούντας των συνταγματαρχών.

Η Δημοκρατία δεν είναι αυτοματισμός. Δεν είναι μηχανισμός που λειτουργεί από μόνος του. Απαιτεί συμμετοχή, παιδεία, πολιτική ωριμότητα. Θέλει πολίτες ενημερωμένους και ηγεσίες υπεύθυνες. Θέλει αντιπολίτευση σκληρή αλλά θεσμική και κυβέρνηση με συναίσθηση της λογοδοσίας της. Θέλει Τύπο ελεύθερο αλλά όχι φανατικό και Δικαιοσύνη ανεξάρτητη αλλά όχι απερίσκεπτη.

Πάνω απ’ όλα, θέλει σεβασμό στην αλήθεια και στις λέξεις. Οταν λέμε «χούντα» χωρίς να το εννοούμε, ίσως κάποτε χάσουμε την ικανότητα να την αναγνωρίσουμε αν απειλήσει να έρθει πραγματικά. Και τότε, θα είναι αργά.

Πενήντα χρόνια μετά την Αποκατάσταση της Δημοκρατίας, η Ελλάδα:

-Είναι μέλος της ΕΕ και του ΝΑΤΟ.

-Διαθέτει σταθερό πολίτευμα, με ισχυρούς θεσμούς.

-Εχει διεθνή ρόλο και ενεργό συμμετοχή σε διεθνείς αποστολές.
-Διαχειρίστηκε με επάρκεια κρίσεις, όπως η πανδημία, οι μεταναστευτικές ροές και οι τουρκικές προκλήσεις, χωρίς να καταφύγει σε αυταρχισμό.

Αυτό το πλαίσιο δεν πρέπει να το θεωρούμε αυτονόητο. Πολλές χώρες στην περιφέρεια της Ευρώπης το στερούνται. Και αυτό ακριβώς πρέπει να υπερασπιστούμε.

Ομως η χώρα μας έχει ακόμα μεγάλα προβλήματα και σοβαρά θέματα που πρέπει να επιλυθούν; Ναι! Και είναι πολλά! Δεν θα λυθούν όμως με τον λαϊκισμό και την τοξικότητα, αλλά με λόγο μετρημένο, με πράξεις υπεύθυνες, με πίστη στους θεσμούς και όχι στα συνθήματα!

Ο κοινοβουλευτισμός δεν έχει ανάγκη από συνθήκες πόλωσης, αλλά από την αλήθεια

Η 24η Ιουλίου δεν είναι απλώς μια ιστορική στιγμή. Είναι μια υπενθύμιση ότι η Δημοκρατία είναι ευθύνη όλων μας. Οτι τα κεκτημένα δεν είναι άτρωτα. Και κυρίως, ότι η πολιτική αντιπαράθεση οφείλει να γίνεται εντός του πλαισίου της θεσμικής σοβαρότητας και όχι με όρους οπαδικής πόλωσης ή ιστορικής αμνησίας.

Η Δημοκρατία στην Ελλάδα δεν βρίσκεται σε κρίση. Βρίσκεται, όμως, σε κρίσιμο σταυροδρόμι. Αν συνεχίσουμε να επιτρέπουμε τον ευτελισμό του πολιτικού διαλόγου, κάποτε η φθορά μπορεί να γίνει μη αναστρέψιμη. Η υπεράσπιση της Δημοκρατίας δεν γίνεται με «επαναστατικές» κορόνες, αλλά με προσήλωση στην αλήθεια, στον σεβασμό και στη θεσμική συνέχεια.

Και αυτή είναι η πιο σημαντική παρακαταθήκη του Καραμανλή και της Μεταπολίτευσης: Οτι ακόμη και στις πιο σκοτεινές ώρες, ο δρόμος για το φως περνά από τη Δημοκρατία, όχι από την ύβρη και τον διχασμό!