Αφού εξασφάλισε μια ιστορική συμφωνία για τη Γάζα, ο Ντόναλντ Τραμπ στρέφει τώρα την προεδρική του ατζέντα στην Ουκρανία, δηλώνοντας πως η ειρήνη εκεί αποτελεί την επόμενη μεγάλη του προτεραιότητα.
Ωστόσο, η αποστολή αυτή δείχνει πολύ πιο δύσκολη, καθώς οι πιθανότητες επιτυχίας φαντάζουν πιο μακρινές από ποτέ.
Στην πρώτη γραμμή των προσπαθειών τίθεται ο ειδικός απεσταλμένος Στιβ Γουίτκοφ, ο οποίος καλείται να διαχειριστεί μια κρίση που δοκιμάζει τα όρια της αμερικανικής ισχύος.
Κατά την ομιλία του στην Κνεσέτ στο Ισραήλ, ο Τραμπ παραδέχτηκε πως πίστευε ότι η ειρήνη στην Ουκρανία θα ήταν ευκολότερη από εκείνη στη Μέση Ανατολή. Ωστόσο, όπως φαίνεται, η πραγματικότητα τον διαψεύδει.
Οι τακτικές που χρησιμοποίησε στη Γάζα δύσκολα μπορούν να εφαρμοστούν σε μια σύγκρουση όπως αυτή της Ουκρανίας, όπου το μόνο κοινό μάθημα είναι ότι η δύναμη παραμένει το ισχυρότερο εργαλείο.
Παρά τις προσπάθειές του, τα «όπλα» του Τραμπ απέναντι στον Βλαντίμιρ Πούτιν μοιάζουν περισσότερο συμβολικά παρά ουσιαστικά. Επιστρατεύοντας διπλωματικές φιέστες, προσωπικές σχέσεις και οικονομικές πιέσεις, έχει επτά φορές απειλήσει με νέες κυρώσεις, όμως τελικά περιορίστηκε να ζητήσει πρώτα από την Ευρώπη να σταματήσει τις εισαγωγές ρωσικού πετρελαίου και φυσικού αερίου.
Ακόμη και το Κρεμλίνο παραδέχεται πως οι διαπραγματεύσεις βρίσκονται σε «σοβαρή παύση», παρότι ο εκπρόσωπος Ντμίτρι Πεσκόφ ανέφερε πως «οι επαφές μέσω των αντίστοιχων διαύλων συνεχίζονται».
Σε αντίθεση με τη Γάζα, ο Τραμπ δεν μπορεί να επιβάλει μονομερώς μια συμφωνία ανάμεσα στη Ρωσία και την Ουκρανία, καθώς ο Πούτιν έχει ήδη αποδείξει ότι δεν πρόκειται να υποκύψει σε πιέσεις.
Η ομάδα του Τραμπ, ακόμη υπό το κλίμα ευφορίας από τη συμφωνία στη Μέση Ανατολή, φαίνεται να κινείται σε αχαρτογράφητα νερά όσον αφορά την ουκρανική κρίση. Τα σχέδια για εγγυήσεις ασφαλείας, που έχει αναλάβει να καθορίσει ο υπουργός Εξωτερικών Μάρκο Ρούμπιο, παραμένουν ασαφή, ενώ ο ρόλος του Γουίτκοφ —που μέχρι πρότινος θεωρούνταν περιθωριοποιημένος— έχει γίνει αντικείμενο έντονης αμφισβήτησης από τους Ευρωπαίους συμμάχους, οι οποίοι εκφράζουν προβληματισμό για την περιορισμένη διπλωματική του εμπειρία.
Ο Τραμπ, μιλώντας στην Κνεσέτ, έδειξε να αντιμετωπίζει με ελαφρότητα το ζήτημα, εξυμνώντας την «απλοϊκή προσέγγιση» του απεσταλμένου του στη Ρωσία, θεωρώντας την ένδειξη αποτελεσματικότητας. Όμως, όπως σημειώνουν αμερικανικά μέσα, ο Πούτιν δεν πείθεται από ρητορική ή προσωπικές σχέσεις.
Το τελευταίο διάστημα, ο Τραμπ έχει αφήσει να εννοηθεί πως ενδέχεται να επιτρέψει στους Ευρωπαίους συμμάχους να αγοράσουν πυραύλους Tomahawk για να χρησιμοποιηθούν από την Ουκρανία.
Οι πύραυλοι αυτοί, με εμβέλεια 1.500 μιλίων, μπορούν να πλήξουν στόχους βαθιά στο ρωσικό έδαφος, προκαλώντας έντονες ανησυχίες στο Κρεμλίνο, το οποίο έχει ήδη προειδοποιήσει για «δραματική κλιμάκωση».
Ο Ζελένσκι, που μίλησε δύο φορές τηλεφωνικά με τον Τραμπ την περασμένη εβδομάδα, άφησε να εννοηθεί ότι η αποστολή των Tomahawk μπορεί να πλησιάζει, λέγοντας: «Βλέπουμε και ακούμε ότι η Ρωσία φοβάται μήπως οι Αμερικανοί μας δώσουν Tomahawk, κι αυτό αποτελεί ένδειξη ότι η πίεση αυτού του είδους μπορεί να φέρει την ειρήνη».
Ο Τραμπ, πάντως, απαντώντας σε σχετική ερώτηση, άφησε όλα τα ενδεχόμενα ανοιχτά: «Θα δούμε… μπορεί και να το κάνω. Ίσως τους πω ότι, αν ο πόλεμος δεν τελειώσει, είναι πολύ πιθανό -μπορεί όχι, αλλά μπορεί και ναι- να το κάνουμε. Θέλουν (οι Ρώσοι) Tomahawk να κατευθύνονται προς το μέρος τους; Δεν το νομίζω».
Παρά τις απειλές, η πραγματική ισχύς του Τραμπ παραμένει αμφίβολη. Οι υποσχέσεις και οι προειδοποιήσεις χωρίς ουσιαστική συνέχεια έχουν φθείρει την αξιοπιστία της Ουάσιγκτον, ενώ η Ρωσία φαίνεται να αντέχει στις οικονομικές πιέσεις, παρά τις σοβαρές ενεργειακές ελλείψεις και την επιβάρυνση της ρωσικής οικονομίας από τις ουκρανικές επιθέσεις μεγάλης εμβέλειας.
Το κρίσιμο ερώτημα παραμένει: Πόση ζημιά πρέπει να υποστεί η Μόσχα για να επιστρέψει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων;
Η διαφορά είναι πως, σε αντίθεση με τη Γάζα, ο Τραμπ δεν έχει εύκολους μοχλούς πίεσης απέναντι στον Πούτιν. Οποιαδήποτε επίδειξη δύναμης ενέχει τον κίνδυνο να οδηγήσει σε ανεξέλεγκτη σύγκρουση. Κι όμως, όπως επαναλαμβάνουν οι Ευρωπαίοι σύμμαχοί του, το Κρεμλίνο ανταποκρίνεται μόνο στην ισχύ.
Αν ο Τραμπ επιδιώκει μια ακόμη διπλωματική νίκη, θα πρέπει να κάνει αυτό που, μέχρι στιγμής, διστάζει: να αντιμετωπίσει τον Πούτιν κατά μέτωπο.