Οι τελευταίες συνεδριάσεις της Εξεταστικής Επιτροπής για τον ΟΠΕΚΕΠΕ δεν άφησαν απλώς γεύση τοξικότητας (λόγω Ζωής Κωνσταντοπούλου, όπως πάντα).

Άφησαν ένα θεσμικό αποτύπωμα που δύσκολα θα σβήσει. Αντί για έλεγχο, στοιχεία και απαντήσεις, η διαδικασία μετατράπηκε σε πεδίο προσωπικών επιθέσεων, συκοφαντιών και βαριών υπαινιγμών. Η πρόεδρος της Πλεύσης Ελευθερίας, Ζωή Κωνσταντοπούλου, πέρασε για ακόμη μία φορά την πολιτική αντιπαράθεση από πριονοκορδέλα, κόβοντας μαζί με τους αντιπάλους της και κάθε έννοια ορίου.

Η εξέλιξη που αλλάζει τα δεδομένα ήρθε από τον υπουργό Υγείας. Ο Άδωνις Γεωργιάδης γνωστοποίησε την αποστολή εξωδίκου προς τη Ζωή Κωνσταντοπούλου, ζητώντας ρητή συγγνώμη για την αναφορά της στην Εξεταστική, όπου τον ανέφερε ως τον «αντιπρόεδρο της ΝΔ» που δήθεν έχει «καταδικαστεί για παιδεραστία».

Παρότι η ίδια επιχείρησε εκ των υστέρων να αναδιπλωθεί, ισχυριζόμενη ότι εννοούσε άλλο πρόσωπο, ο κ. Γεωργιάδης ξεκαθάρισε ότι θεωρεί την αναφορά απολύτως σκόπιμη και δόλια.

Όπως τόνισε, εάν δεν υπάρξει άμεση συγγνώμη, θα προχωρήσει τόσο σε μήνυση όσο και σε αγωγή, επισημαίνοντας ότι τέτοιες κατηγορίες δεν είναι πολιτική κριτική αλλά απόπειρα ηθικής εξόντωσης.

Το μήνυμα είναι σαφές. Η συκοφαντία δεν μπορεί να βαφτίζεται αντιπολίτευση.

«Πρακτική δειλίας»

Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκε και ο υπουργός Επικρατείας, Άκης Σκέρτσος, μετά τη χυδαία επίθεση που δέχθηκε η σύζυγός του εντός της Επιτροπής. Σε σκληρή ανάρτηση, έκανε λόγο για «αδίστακτη και βαθιά κυνική συμπεριφορά», καταγγέλλοντας ότι η πρόεδρος της Πλεύσης Ελευθερίας επανέφερε συνειδητά συκοφαντία που έχει ήδη ανακληθεί με δημόσια συγγνώμη ενώπιον ποινικού δικαστηρίου από την εφημερίδα που την είχε διακινήσει.

Ο κ. Σκέρτσος τόνισε ότι άλλο η πολιτική αντιπαράθεση και άλλο η στοχοποίηση μη πολιτικών προσώπων, υπογραμμίζοντας πως πρόκειται για πρακτική δειλίας και όχι θάρρους. Όταν δεν μπορείς να αντιμετωπίσεις τον πολιτικό σου αντίπαλο, χτυπάς την οικογένειά του.

Οι αντιδράσεις Γεωργιάδη και Σκέρτσου δεν είναι μεμονωμένες. Εντάσσονται σε ένα ευρύτερο μοτίβο που επαναλαμβάνεται. Όποτε η συζήτηση πλησιάζει σε ζητήματα ουσίας, όπως τα οικονομικά της ΜΚΟ Δικαιοσύνη για Όλους, ή τα πραγματικά δεδομένα γύρω από τον ΟΠΕΚΕΠΕ, η κουβέντα εκτροχιάζεται. Η μπάλα πετιέται στην εξέδρα με βαριές κατηγορίες, προσωπικές ύβρεις και θεατρικές εξάρσεις.

Το αποτέλεσμα είναι διπλό. Από τη μία, δηλητηριάζεται η δημόσια ζωή. Από την άλλη, θολώνουν τα πραγματικά ερωτήματα που απαιτούν απαντήσεις.

Μέσα στον θόρυβο, ένα ζήτημα παραμένει ουσιαστικό και ανοιχτό. Η ΑΜΚΕ Δικαιοσύνη για Όλους. Ένας φορέας που, σύμφωνα με τα στοιχεία, συνδέεται άμεσα με την Πλεύση Ελευθερίας και τη Ζωή Κωνσταντοπούλου, με έδρα ίδια με εκείνη των γραφείων του κόμματος και με ενεργή συμμετοχή της ίδιας. Η ύπαρξή της ήρθε στο φως μέσα από μήνυση πρώην συνεργάτιδας, με αναφορές σε αμοιβές δεκάδων χιλιάδων ευρώ, οφειλόμενα ποσά και εργασιακές διαφορές.

Τα ερωτήματα που έθεσε η Νέα Δημοκρατία είναι συγκεκριμένα και δεν σηκώνουν κραυγές ως απάντηση: Ποιοι είναι οι χρηματοδότες της ΜΚΟ; Ποια τα οικονομικά της στοιχεία; Τηρούνται οι κανόνες χρηματοδότησης κομμάτων; Δηλώνεται η συμμετοχή στο πόθεν έσχες; Το κόμμα καταθέτει τα οικονομικά της θυγατρικής του στην αρμόδια επιτροπή της Βουλής; Αντί για καθαρές απαντήσεις, ακούστηκαν καταγγελίες περί λάσπης και πολιτικής δίωξης. Η διαφάνεια, όμως, δεν είναι δίωξη. Είναι υποχρέωση.

Η απόφαση της Ολομέλειας να άρει την ασυλία της Ζωής Κωνσταντοπούλου με ευρεία πλειοψηφία είναι παράλληλα κι ένα μήνυμα: ότι κανείς δεν βρίσκεται υπεράνω ελέγχου, ότι οι καταγγελίες, απ’ όποιον κι αν προέρχονται, κρίνονται στη Δικαιοσύνη και όχι σε τηλεοπτικό μονόλογο.

Η ευθύνη της αντιπολίτευσης

Στο φόντο όλων αυτών, επανέρχεται και το ζήτημα της πολιτικής ευθύνης ευρύτερων χώρων της αντιπολίτευσης που χαϊδεύουν ή ανέχονται αυτή την τοξικότητα, πιστεύοντας ότι μπορεί να τους αποφέρει πρόσκαιρα οφέλη. Η ιστορία δείχνει το αντίθετο. Όποτε η λάσπη γίνεται κανονικότητα, εκείνος που τελικά ενισχύεται είναι αυτός που εμφανίζεται ως εγγυητής σταθερότητας.

Η αποστολή εξωδίκων, οι επικείμενες αγωγές και μηνύσεις δεν είναι πράξεις εκδίκησης. Είναι θεσμικές άμυνες. Υπενθυμίζουν ότι η Δημοκρατία διαθέτει εργαλεία για να προστατεύεται από όσους τη δηλητηριάζουν συνειδητά. Η ελευθερία του λόγου δεν είναι άδεια συκοφαντίας και η πολιτική αντιπαράθεση δεν νομιμοποιεί την ηθική κατεδάφιση ανθρώπων.

Το ζήτημα δεν είναι αν η Ζωή Κωνσταντοπούλου θα συνεχίσει στο ίδιο μοτίβο. Το ερώτημα είναι αν οι θεσμοί και το πολιτικό σύστημα θα επιτρέψουν αυτή η πριονοκορδέλα να κόβει ανεξέλεγκτα. Η απάντηση που δίνεται πλέον, πολιτικά και νομικά, δείχνει ότι τα όρια αρχίζουν να μπαίνουν. Και αυτό, για τη Δημοκρατία, δεν είναι πολυτέλεια. Είναι ανάγκη.

Και η στρατηγική της προέδρου της Πλεύσης Ελευθερίας δεν είναι συγκυριακή ή τυχαία. Είναι μελετημένη. Με τη Μαρία Καρυστιανού να προχωρά σε δημιουργία κομματικού φορέα, η πρώτη που θα χάσει ψήφους θα είναι η Κωνσταντοπούλου. Κι αυτό η Ζωή δεν μπορεί να το αντέξει ή να το ανεχθεί, εξ ου και επιδίδεται σε ρεσιτάλ σεξισμού, γραφικότητας και προσβολών.