Το ότι ζούμε σε περίεργους καιρούς, τόσο στη χώρα μας όσο και στον κόσμο, θεωρείται δεδομένο. Και δεν θα ήταν υπερβολή να υποστηρίζαμε ότι σε μια περίοδο πολιτικής ρευστότητας η Ελλάδα αποτελεί νησίδα σταθερότητας. Και αυτό δεν είναι μόνο επιτυχία του πρωθυπουργού, Κυριάκου Μητσοτάκη, αλλά και της αντιπολίτευσης, που η συμπεριφορά της αυτά τα έξι χρόνια θα διδάσκεται ως case study του τι δεν πρέπει να κάνει η αντιπολίτευση στις σχολές Πολιτικής Επιστήμης.

Κι αυτό γιατί παρουσιάζεται το πρωτοφανές στα μεταπολιτευτικά χρόνια φαινόμενο μια κυβέρνηση να χάνει δημοσκοπικά δυνάμεις, η αντιπολίτευση να μην εισπράττει από αυτό και να μην μπορεί τα τελευταία οκτώ χρόνια κανένα κόμμα να ξεπεράσει τη ΝΔ ούτε δημοσκοπικά. Την ίδια ώρα μάλιστα οι ηγέτες της να υπολείπονται κατά πολύ στο ερώτημα περί ικανότητας κάποιου να ηγηθεί της χώρας. 

Εναλλακτική πρόταση

Η μεγάλη αποτυχία βέβαια είναι αυτή των κομμάτων της αντιπολίτευσηςτα οποία στο παρελθόν είχαν κυβερνήσει και σήμερα δεν μπορούν να καταθέσουν εναλλακτική πρόταση εξουσίας με αποτέλεσμα να «βουλιάζουν» δημοσκοπικά χωρίς να υπάρχει ελπίδα, μέρες που είναι, «πολιτικής ανάστασής τους».

Αρχικά ο ΣΥΡΙΖΑ πέρασε την περιπέτεια Κασσελάκη, που του στοίχισε έναν κύκλο διασπάσεων, αποστασιών, διαγραφών, πραξικοπημάτων, με συνέπεια την απαξίωσή του. 

Αποτέλεσμα η έξωση Κασσελάκη, αντί να βελτιώσει τα πράγματα για την Κουμουνδούρου, την έκανε να χάσει τη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης, με επακόλουθο η ανάληψη της ηγεσίας από τον Φάμελλο να βρίσκει τον ΣΥΡΙΖΑ καθηλωμένο σε ποσοστά πέριξ του 6%-7% και με τον ίδιο να εκλιπαρεί τη Νέα Αριστερά να επιστρέψει μπας και σώσει ό,τι σώζεται. Την ίδια ώρα, μια σειρά από στελέχη τον θεωρούν ως μεταβατικό περιμένοντας την επιστροφή του Αλέξη Τσίπρα και τη δημιουργία από εκείνον ενός νέου πολιτικού φορέα. 

Για την ώρα δε τα σενάρια συγκόλλησης με τη Νέα Αριστερά δεν ευδοκιμούν και το πιθανότερο είναι να οδηγήσουν στη διάσπαση και αυτού του κόμματος καθώς υπάρχουν ισχυρές διαφωνίες όχι τόσο εντός της Κοινοβουλευτικής Ομάδας όσο μέσα στην Κεντρική Επιτροπή. Βέβαια, η επιστροφή των… αποστατών δεν σημαίνει ότι θα βοηθήσει και στην επιστροφή των ποσοστών του ΣΥΡΙΖΑ σε επίπεδο αξιωματικής αντιπολίτευσης και στην κοινωνία. Διότι δημοσκοπικά ΣΥΡΙΖΑ και Νέα Αριστερά μετά βίας φτάνουν το 8%-9% κάτω από Βελόπουλο και ΚΚΕ. 

Από την άλλη, το ΠΑΣΟΚ κατάφερε μέσα σε τρεις μήνες να χάσει δημοσκοπικά πάνω από έξι μονάδες και συνεχίζει σταθερά να βλέπει την πλάτη της Κωνσταντοπούλου στις τελευταίες δημοσκοπήσεις. Εχει πέσει πάλι στην τρίτη θέση με τον Νίκο Ανδρουλάκη να έχει ποσοστά «πρωθυπουργισιμότητας» χαμηλότερα και από το χαμηλό ποσοστό του κόμματός του. 

Αν και βρίσκεται στη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης αριθμητικά εξαιτίας της διάσπασης του ΣΥΡΙΖΑ, πληρώνει ακριβά το ότι έγινε, όπως είπε ο πρωθυπουργός εσχάτως, «παρακολούθημα» της κ. Κωνσταντοπούλου, ενώ οι εσωκομματικοί του αντίπαλοι του χρεώνουν ότι δεν τόλμησε να αναλάβει πρωτοβουλίες για τον χώρο της Κεντροαριστεράς κι ότι εγκλωβίστηκε σε συζητήσεις με τον ΣΥΡΙΖΑ χωρίς στόχευση, με αποτέλεσμα να θολώσει το μήνυμα. Η εσωστρέφεια που υπάρχει στο εσωτερικό του κινήματος, η αμφισβήτησή του από τους Χάρη Δούκα και Παύλο Γερουλάνο, αλλά κυρίως το φοβικό του σύνδρομο να «ανοίξει» το ΠΑΣΟΚ επιβεβαιώνουν το έλλειμμα ηγεσίας του, κάτι που καταγράφεται σε όλες τις μετρήσεις. Το μεγαλύτερο πρόβλημά του είναι η απάντησή του με ποιους θα πάει και ποιους θα αφήσει σε μια ενδεχόμενη συνεργασία με κόμματα της Αριστεράς.

Αδιέξοδα

Τα όσα είπε ο πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης, στην πρόσφατη συνέντευξή του περιγράφοντας τα κόμματα της αντιπολίτευσης δείχνουν τα αδιέξοδά τους. Ο πρωθυπουργός, αναφερόμενος στους πολιτικούς του αντιπάλους, σημείωσε χαρακτηριστικά: «Δεν νομίζω ότι η χώρα χρειάζεται, δέκα χρόνια μετά τη χρεοκοπία, έναν νέο, θηλυκό Βαρουφάκη», είπε για τη Ζωή Κωνσταντοπούλου, φωτογραφίζοντας τις θέσεις της προέδρου της Πλεύσης Ελευθερίας για το νόμισμα και το δημόσιο χρέος, ενώ αναφερόμενος στον Κυριάκο Βελόπουλο τον χαρακτήρισε ως τον «βασικό πρωτεργάτη για απίστευτες θεωρίες συνωμοσίας», τις οποίες όμως μετά υιοθέτησαν και συστημικά κόμματα. Αυτά ακριβώς είναι τα παραδείγματα μιας υπόθεσης προς μελέτη, όπως είναι αυτή των κομμάτων της αντιπολίτευσης στην Ελλάδα του 2025.