Τα περί Γ' Παγκοσμίου Πολέμου ίσως είναι υπερβολές, αλλά η αλήθεια είναι ότι όσα ξεκίνησαν στη Μέση Ανατολή μετά την αποτρόπαιη επίθεση της Χαμάς στο Ισραήλ και συνεχίζονται σήμερα με τη σύγκρουση Τελ Αβίβ-Τεχεράνης -και την εμπλοκή του πάντα απρόβλεπτου Τραμπ- έχουν οδηγήσει σε επικίνδυνες καταστάσεις που κανείς δεν μπορεί να προβλέψει που θα καταλήξουν.
Η φωνή της Ελλάδας έχει γίνει πιο ισχυρή, τα επιχειρήματα και οι λύσεις που προτείνει ακούγονται με προσοχή στα διεθνή φορά, αλλά -όπως και να έχει- η χώρα μας δεν είναι ο ισχυρότερος παίκτης αυτής της μεγάλης γεωπολιτικής κρίσης.
Αναγκαστικά, λοιπόν, και στην περίπτωση που η κατάσταση στη Μέση Ανατολή εκτραχυνθεί ακόμη περισσότερο, η Ελλάδα θα πρέπει να προσδεθεί και να διαχειριστεί τις συνέπειες όπως έκανε με σοβαρότητα όταν η Ρωσία επιτέθηκε στην Ουκρανία.
Η ιστορία έχει δείξει ότι ένας πόλεμος στην ευρύτερη γειτονιά μας μπορεί να προκαλέσει κραδασμούς στο οικοδόμημα της ελληνικής οικονομίας αλλά και να απαιτήσει τους πιο επιδέξιους διπλωματικούς χειρισμούς σε όλα τα μέτωπα. Και η αλήθεια είναι ότι κάθε νέα παγκόσμια κρίση βάζει τις χώρες που επηρεάζονται σε αχαρτογράφητα νερά, αφού κανείς δεν μπορεί να βάλει το χέρι του στη φωτιά ότι οι αρνητικές συνέπειες που αποφεύχθηκαν στο παρελθόν, θα αποφευχθούν ξανά.
Οι στιγμές που ζούμε είναι κρίσιμες και απαιτούν σοβαρότητα από όλους. Κι αν για την κυβέρνηση αυτή είναι δεδομένη, για την αντιπολίτευση παραμένει ζητούμενο. Τα πρώτα δείγματα δεν είναι ενθαρρυντικά, και η αλήθεια είναι πως οι προσωπικότητες που συνθέτουν το μωσαϊκό της αντιπολίτευσης δεν φημίζονται για τη νηφαλιότητα τους. Η αντιδυτική ρητορική παραμένει ίδια και απαράλλακτη εδώ και δεκαετίες, ο αντισημιτισμός έχει σηκώσει κεφάλι και όλα αυτά μαζί θα μπορούσαν -αν δημιουργηθούν οι κατάλληλες συνθήκες- να δημιουργήσουν ένα εκρηκτικό κοκτέιλ εσωτερικής σύγκρουσης και ακραίας τοξικότητας.
Είναι το τελευταίο πράγμα που χρειάζεται η Ελλάδα σε αυτούς τους επικίνδυνους καιρούς.