Σημαντικές ανατροπές στην παγκόσμια οικονομική τάξη απειλούν να προκαλέσουν οι προαναγγελθέντες δασμοί 30% που ενδέχεται να επιβάλει ο Ντόναλντ Τραμπ στα ευρωπαϊκά προϊόντα, εφόσον επιστρέψει στον Λευκό Οίκο.
Το ενδεχόμενο αυτό γεννά ανησυχία στις Βρυξέλλες, καθώς μια τέτοια απόφαση θα μπορούσε να ανατρέψει το εξαγωγικό μοντέλο της Ευρώπης και να οδηγήσει σε καταστροφή ολόκληρους τομείς του διατλαντικού εμπορίου.
Καθώς πλησιάζει η κρίσιμη ημερομηνία της 1ης Αυγούστου, οι Ευρωπαίοι υπουργοί που συνεδρίασαν στη Βελγική πρωτεύουσα εμφανίστηκαν αισιόδοξοι ότι είναι ακόμη εφικτό να εξευρεθεί μια συμβιβαστική λύση, ώστε να αποφευχθεί η ρήξη ύψους 1,7 τρισ. δολαρίων στις εμπορικές σχέσεις.
Ωστόσο, η αλλοπρόσαλλη στάση του Τραμπ απέναντι στην Ευρωπαϊκή Ένωση – άλλοτε συνεργατική, άλλοτε επιθετική – ενισχύει τους φόβους ότι η απειλή των νέων δασμών παραμένει ζωντανή. Ο Επίτροπος Εμπορίου της ΕΕ, Μάρος Σέφτσοβιτς, ήταν ξεκάθαρος: «Θα είναι σχεδόν αδύνατο να συνεχίσουμε το εμπόριο όπως πριν», δήλωσε χαρακτηριστικά.
Οι Ευρωπαίοι επιδιώκουν να περιορίσουν τη ζημιά, προτείνοντας διατήρηση του βασικού δασμού στο 10% με εξαιρέσεις σε καίριους τομείς, όπως η αυτοκινητοβιομηχανία. Η πρόταση αυτή προσκρούει όμως στο βασικό πρόβλημα του Τραμπ: το εμπορικό έλλειμμα ύψους 235 δισ. δολαρίων στα αγαθά, παρά το σημαντικό πλεόνασμα των ΗΠΑ στις υπηρεσίες.
Μια ενδεχόμενη αύξηση του κόστους των ευρωπαϊκών εξαγωγών – από φάρμακα έως κρασιά και μηχανήματα – θα είχε άμεσο αντίκτυπο στους Αμερικανούς καταναλωτές και θα έπληττε καίρια τη βιωσιμότητα των ευρωπαϊκών προϊόντων στην αμερικανική αγορά.
Σύμφωνα με αναλυτές της Barclays, αν οι δασμοί ανέλθουν κατά μέσο όρο στο 35%, ενώ η Ευρώπη ανταποδώσει με αντίμετρα 10%, τότε το ΑΕΠ της Ευρωζώνης θα υποστεί πλήγμα 0,7 ποσοστιαίων μονάδων, γεγονός που θα διαβρώσει την ήδη χαμηλή ανάπτυξη και θα αναγκάσει την ΕΚΤ να μειώσει περαιτέρω τα επιτόκια, ακόμη και κατά 2%.
Οι επιπτώσεις στη Γερμανία, την ατμομηχανή της ΕΕ, προβλέπονται εξίσου σοβαρές: μελέτη του ινστιτούτου IW υπολογίζει ότι δασμοί από 20% έως 50% θα μπορούσαν να κοστίσουν στην οικονομία της χώρας πάνω από 200 δισ. ευρώ μέχρι το 2028. Μια τέτοια εξέλιξη θα υπονόμευε τις φορολογικές μεταρρυθμίσεις και τα επενδυτικά σχέδια του Καγκελαρίου Φρίντριχ Μερτς, όπως ο ίδιος παραδέχθηκε.
Η ευρύτερη εικόνα φέρνει στην επιφάνεια τα διαρθρωτικά προβλήματα της ΕΕ, η οποία εξαρτάται υπερβολικά από τις εξαγωγές. Παρότι επιχειρεί να διευρύνει το εμπορικό της δίκτυο, η πρόοδος είναι ασθενική: οι διαπραγματεύσεις για συμφωνίες, όπως αυτή με τη Mercosur, καθυστερούν λόγω πολιτικών και γραφειοκρατικών εμποδίων.
Όπως σημειώνει ο αναλυτής Βαργκ Φόλκμαν, η Ευρώπη δεν διαθέτει εναλλακτικές αγορές με την απαιτούμενη κλίμακα και προσβασιμότητα, ώστε να αντικαταστήσει τον αμερικανικό προορισμό.
Ορισμένοι θεωρούν ότι η σύγκρουση με τον Τραμπ θα μπορούσε να δραστηριοποιήσει την ΕΕ να προχωρήσει στις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις, όπως η ολοκλήρωση της ενιαίας αγοράς και η ενίσχυση της εσωτερικής ζήτησης. Το ΔΝΤ, πάντως, υπενθυμίζει ότι τα εσωτερικά εμπόδια εντός της ΕΕ ισοδυναμούν με δασμούς 44% στα αγαθά και 110% στις υπηρεσίες, γεγονός που καθιστά επείγουσα την ανάγκη για αλλαγή.
Αν και η Ένωση παραμένει ανοιχτή σε διαπραγματεύσεις, προετοιμάζεται και για πιθανά αντίποινα, στην περίπτωση που δεν επιτευχθεί συμφωνία.
Ίσως, όμως, όπως επισημαίνει το Reuters, ο μόνος πραγματικός μοχλός πίεσης προς τον Τραμπ είναι η παρατεταμένη αβεβαιότητα, η οποία μπορεί να καθυστερήσει τις πολυπόθητες μειώσεις επιτοκίων της Fed. Όπως σχολίασε ο Γκιλ Μοέκ της AXA, η συνεχιζόμενη αστάθεια αποδυναμώνει τα επιχειρήματα υπέρ άμεσης μείωσης, ασκώντας έμμεση πίεση στον ίδιο τον Τραμπ.