Η στρατηγική της Χαριλάου Τρικούπη συνοψίζεται στη φράση: «Ο αγώνας είναι απέναντι στη δεξιά και τη συντήρηση και είμαστε το μόνο κόμμα που φοβάται ο κ. Μητσοτάκης»!
Ωστόσο, η απάντηση βρίσκεται στα έργα και τις ημέρες της «πράσινης» διακυβέρνησης.
Εν όψει των πρωτοχρονιάτικων μηνυμάτων και του νέου έτους, είναι απολύτως βέβαιο ότι το… νεογέννητο ΠΑΣΟΚ (που δεν θέλει να μιλάμε για το παρελθόν του) θα επιμείνει χωρίς αμφιβολία στην πρακτική «τα παλιά τα σβήνω και τα καινούργια τα παλιώνω»! Η σημερινή στρατηγική του συνοψίζεται σε μία φράση: «Ο αγώνας του ΠΑΣΟΚ είναι μονομέτωπος απέναντι στη δεξιά και τη συντήρηση. Το ΠΑΣΟΚ είναι ο ιδεολογικός αντίπαλος της ΝΔ, το μόνο κόμμα που φοβάται ο κ. Μητσοτάκης»!
Αφού, λοιπόν, το ΠΑΣΟΚ θέλει μονομέτωπο αγώνα, θα τον έχει. Η απάντηση, άλλωστε, βρίσκεται στα παλιά κιτάπια που μας υποχρεώνει να ξανανοίξουμε. Σταχυολογώντας μερικά μόνο από τα έργα και τις ημέρες του:
Στην κρίση του Χρηματιστηρίου, μεταξύ του 1999 και του 2002, τα ασφαλιστικά ταμεία έχασαν τα δύο τρίτα των αποθεματικών τους. Αυτό προέκυψε από την έρευνα (δημοσιεύθηκε τον Ιούνιο του 2006) της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Προσωπικού Οργανισμών Κοινωνικής Πολιτικής, που έχουν πάνω από το 90% της περιουσίας τους σε μετοχές (21 Ιουνίου 2006, «Έθνος»).
Τον Νοέμβριο του 2000, με απόφαση του τότε υπουργού Οικονομικών, εκχωρήθηκαν μελλοντικά έσοδα του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων, ύψους 740 εκατ. ευρώ, ως το 2010, στην εταιρεία Hellenic Securitization, με έδρα το Λουξεμβούργο, από την οποία προεισέπραξε το ποσό αυτό, καταβάλλοντας προμήθεια 2,6 εκατ. ευρώ.
Τον Οκτώβριο του 2001 εκχωρήθηκαν μελλοντικά έσοδα από το Γ' ΚΠΣ συνολικού ύψους 2 δισ. ευρώ (για την περίοδο ως τον Ιανουάριο του 2007), στις εταιρείες Αίολος, Αριάδνη και Άτλας, με έδρα το Λουξεμβούργο, στις οποίες καταβλήθηκαν προμήθειες ύψους 7 δισ. δρχ. Δεσμεύθηκαν εθνικοί πόροι για 5, 10 και 19 χρόνια, που αντιστοιχούσαν στις επόμενες πέντε κυβερνήσεις και στις επόμενες γενιές.
Στο Λουξεμβούργο συστήθηκαν επί ΠΑΣΟΚ και δύο υπεράκτιες εταιρείες των Βρετανικών Παρθένων Νήσων που αντιπροσωπεύτηκαν από την εταιρεία Interconsult, Luxembourg International Consulting SA.
Σε... Σιβηρία και Ιράκ
Η Εμπορική Τράπεζα έκανε επενδύσεις στη… Σιβηρία (ζημιές 211 εκατ. ευρώ). Η Εμπορική πούλησε την Ιονική έναντι 273 δισ. δρχ. και τα χρήματα χάθηκαν στις φούσκες του Χρηματιστηρίου. Με τα περίφημα «Λαμπρόχαρτα» της ΑΤΕ – Συμμετοχών, η Αγροτική Τράπεζα έχασε σε φούσκες του Χρηματιστηρίου 1,1 δισ. ευρώ.
Ο ΟΣΕ εκποίησε 6.000 βαγόνια μεταξύ του 1998 και του 2003, αλλά τα έσοδα δεν καταγράφηκαν πουθενά. Η ΕΒΟ-ΠΥΡΚΑΛ είχε τη φαεινή ιδέα να... πουλήσει όπλα στο Ιράκ, με απώλειες 213 εκατ. ευρώ. Το C4i παραγγέλθηκε και προπληρώθηκε για τους Ολυμπιακούς του 2004 και παρελήφθη το 2008. Κάθε ολυμπιακό έργο παρουσίασε υπέρβαση της τάξης των 10 εκατ. ευρώ.
Τα δημόσια έργα εκτελούνταν με επταπλάσιο κόστος σε σχέση με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Γνωστή η περιπέτεια του Κηφισού, με τις κατατμήσεις σε τρία έργα με αποτέλεσμα να πλημμυρίζει συνέχεια. Το τραμ σχεδιάστηκε χωρίς να ληφθεί υπ’ όψιν η… ύπαρξη των Στύλων του Ολυμπίου Διός. Όταν οι Στύλοι άρχισαν να… τρέμουν από τις εργασίες των μηχανημάτων, το έργο επανασχεδιάστηκε με επιπλέον κόστος 2 δισ. δρχ.
O περίφημος Οργανισμός Ανασυγκρότησης Επιχειρήσεων, εφεύρημα της πρώτης κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ, κόστισε πάνω από 1 τρισ. δρχ. και τελικά έκλεισε χωρίς να ανασυγκροτήσει τίποτε. Οι περισσότερες προβληματικές επιχειρήσεις που εντάχθηκαν σ’ αυτόν όχι μόνο δεν εξυγιάνθηκαν, αλλά και χρεοκόπησαν, φορτώνοντας το Δημόσιο με τεράστια χρέη.
Στο τέλος του 2003 οι 14 ΔΕΚΟ εμφανίζονταν χρεωμένες κατά 10 δισ. ευρώ. Η ΔΕΚΑ (γνωστή και ως «Αγία ΔΕΚΑ»), κρατική εταιρεία που στήριξε τη φούσκα του Χρηματιστηρίου, χρησιμοποιούσε, σύμφωνα με την Eurostat, έσοδα από αποκρατικοποιήσεις για να μειώνει τα ελλείμματα, να δίνει επιχορηγήσεις και άλλα πολλά…
Το… ιπτάμενο ομόλογο!
Τον Οκτώβριο του 2004 ανακαλύφθηκε στην Ολλανδία ένα «ιπτάμενο ομόλογο», που δεν είχε καταγραφεί στο χρέος, ύψους 796 εκατ. ευρώ. Κυκλοφόρησαν ομόλογα με την καινοφανή ονομασία «τοκομερίδιον νέον», η αποπληρωμή των οποίων μόνο το 2004 κόστισε 1,4 δισ. ευρώ. Την περίοδο 1995-2000 το σύνολο των τόκων που δεν εξόφλησε το Δημόσιο, αλλά τακτοποίησε λογιστικώς με την παραπάνω διαδικασία ήταν 5,2 δισ. ευρώ. Τα δημοσιεύματα στον Τύπο ήταν χαρακτηριστικά:
Σύμφωνα με την «Ελευθεροτυπία» (26 Ιουνίου 2004), μόνο για το 2004 το υπουργείο Οικονομικών κατέβαλε 1,4 δισ. ευρώ για να αποπληρώσει ομόλογα με την καινοφανή κωδική ονομασία «τοκομερίδιον νέον», για τα οποία δεν υπάρχει σχετική πρόβλεψη στον προϋπολογισμό. Η ίδια εφημερίδα στις 18 Οκτωβρίου 2004 κυκλοφόρησε με τίτλο «Ιπτάμενο κρυφό χρέος 796 εκ ευρώ»!
Το «Παρόν» (17 Οκτωβρίου 2004) έγραψε: Προσκομίστηκε στην Κεντρική Τράπεζα της Ολλανδίας προς εξόφληση ένα ομόλογο που δεν είχε καταγραφεί στο χρέος. Πρόκειται για τα λεγόμενα «Νέα Τοκομερίδια» που μετά την απογραφή προσαύξησαν το δημόσιο χρέος κατά 5,5 δισ. ευρώ. Το ομόλογο ήταν ονομαστικής αξίας 796 εκατ. ευρώ, αλλά δεν ήταν καταχωρισμένο στους καταλόγους που γνωστοποιούν οι κεντρικές τράπεζες με τα αντίστοιχα ομόλογα των κρατών-μελών. Το γεγονός γνωστοποιήθηκε με επιστολή στην Τράπεζα της Ελλάδος, καθώς οι Νομισματικές Αρχές της Ολλανδίας δεν μπορούσαν να δεχτούν το συγκεκριμένο ομόλογο.
Μεταξύ του Δημοσίου και των Τραπεζών υπήρχε ένας άγραφος κώδικας, ο οποίος τις δέσμευε να μη ρευστοποιούν τα ομόλογα αυτά λαμβάνοντας ως αντάλλαγμα υψηλότερο επιτόκιο. Την πρακτική της κεφαλαιοποίησης των τόκων, δηλαδή της «μετατροπής» των τόκων που έπρεπε να εξοφληθούν στις τράπεζες σε ομόλογα, το Ελληνικό Δημόσιο άρχισε να την εφαρμόζει από το 1997-1998. Με αυτόν τον τρόπο, οι «τόκοι» που έπρεπε να εξοφληθούν το συνήθως βεβαρημένο με δαπάνες τρίτο τρίμηνο του έτους, μετατρέπονταν σε ομόλογα, τα οποία όμως δεν ήταν διαπραγματεύσιμα στη δευτερογενή αγορά. Ως εκ τούτου, προκαλεί εντύπωση πώς ένα τέτοιο ομόλογο... ταξίδεψε ως την Ολλανδία.
Τα αποκαλυπτήρια
Τον Μάρτιο του 2002, η Eurostat δεν επικύρωσε τα στοιχεία της Ελλάδας διότι ήταν ελλιπείς οι πληροφορίες σχετικά με τα μετατρέψιμα σε μετοχές ομόλογα. Στην ανακοίνωση Τύπου της 16ης Σεπτεμβρίου 2002 αναφέρθηκε ότι «η Eurostat δεν μπορεί να επιβεβαιώσει τα νούμερα που γνωστοποίησε η Ελλάδα, καθώς ορισμένες πληροφορίες για τις δημόσιες συναλλαγές δεν είχαν ακόμη μεταδοθεί, ούτε είχαν ολοκληρωθεί. Οι δημόσιοι υπολογισμοί που γνωστοποιήθηκαν πρέπει να θεωρηθούν, κατά συνέπειαν, προσωρινοί και υπό αίρεσιν και ενδέχεται να αναθεωρηθούν».
Σύμφωνα με τα στοιχεία του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους που δημοσιοποιήθηκαν στις 20 Μαΐου 2004, στο τέλος του α' τριμήνου του 2004 το δημόσιο χρέος βρισκόταν στα 184,51 δισ. ευρώ. Έτσι, από το πρώτο κιόλας τρίμηνο του έτους είχε ξεπεραστεί ο στόχος (183,2 δισ. ευρώ) που είχε τεθεί για ολόκληρο το 2004. Την ίδια μέρα ο διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος, Ν. Γκαργκάνας, παρουσίαζε την έκθεση της τράπεζας για την οικονομία, αναφέροντας ότι έγινε προσπάθεια να μειωθούν τα δημοσιονομικά ελλείμματα του 2003 με «μη προσήκοντα τρόπο και αντίθετο στην κείμενη νομοθεσία».
Τον Ιούνιο του 2005 δόθηκε στη δημοσιότητα η έκθεση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για τις επενδύσεις για την περίοδο 1994-2004. Η Ελλάδα είχε διανύσει μια στείρα δεκαετία όσον αφορά στις επενδύσεις και το επιχειρηματικό περιβάλλον, παίρνοντας σε όλα κάτω από τη βάση: 3,5 στο θεσμικό και νομικό πλαίσιο, 1,8 στη γραφειοκρατία, 4,5 στις υποδομές, 3,6 το εκπαιδευτικό σύστημα, 4,4 στο φορολογικό σύστημα.
Τον Δεκέμβριο του 2004, η Eurostat απαντούσε ως εξής στα στελέχη του ΠΑΣΟΚ, που με επικεφαλής τους εκσυγχρονιστές είχαν ξεσπαθώσει: «Η Ευρωπαϊκή Στατιστική Υπηρεσία υπενθυμίζει τις παρατυπίες που είχαν συμβεί σχετικά με την καταγραφή των δημοσιονομικών στοιχείων». Κι αυτό διότι, όπως αναφερόταν, δεν εμφάνιζαν ένα σημαντικό μέρος των αμυντικών δαπανών, φούσκωναν τα έσοδα των ασφαλιστικών ταμείων και έκαναν λανθασμένους χειρισμούς της κεφαλαιοποίησης τόκων κρατικών ομολόγων.
Ο εφιάλτης της αποβιομηχάνισης
Σύμφωνα με την Έκθεση Συμβουλίου Ανταγωνιστικότητας – Ανάπτυξης (2003) επί ΠΑΣΟΚ οι μισές εταιρείες έβαζαν λουκέτο μετά το 7ο έτος λειτουργίας τους, ενώ 4 στις 10 έκλειναν στα πρώτα δύο χρόνια και ένα στα δύο προϊόντα που αγοράζαμε ήταν εισαγόμενο.
Σάλος είχε προκληθεί όταν έβαλε λουκέτο η Palco και έμειναν στον δρόμο 500 εργαζόμενοι. Παράλληλα, λόγω του αναπτυξιακού νόμου που έδινε τη δυνατότητα επιχορήγησης επιχειρήσεων για να ιδρύσουν παραγωγικές μονάδες στις βαλκανικές χώρες, μετά το 1993, 27 επιχειρήσεις κλωστοϋφαντουργίας και ιματισμού από την περιοχή της Θεσσαλονίκης μεταφέρθηκαν σε Βουλγαρία, Πολωνία, Ρουμανία, Σκόπια. Με αποτέλεσμα, περισσότεροι από 30.000 εργαζόμενοι (το 90% γυναίκες) να χάσουν τη δουλειά τους σε μια δεκαετία στη Θεσσαλονίκη και στην ευρύτερη Κεντροδυτική Μακεδονία.
Σε αυτό που ονομάστηκε «εφιάλτης αποβιομηχάνισης», η εταιρεία Goodyear πήγε στην Τουρκία (300 απολύσεις) και επιχειρήσεις-σύμβολα για την ελληνική βιομηχανία πέρασαν σε ξένα χέρια (Ελαΐς, Klinex, Λουμίδης, Tasty Foods, Παυλίδης, Χαρτελλάς, Λίζας και Λίζας, ΑΒ Βασιλόπουλος, Misko, Bravo, ΑΓΕΤ Ηρακλής, Ναυπηγεία Σκαραμαγκά, Παπαστράτος). Το 1996 έκλεισε το εργοστάσιο της Νissan στον Βόλο (χάθηκαν 600 θέσεις εργασίας), ενώ 1.000 θέσεις εργασίας χάθηκαν από το κλείσιμο της Βαμβακουργίας Βόλου.
Τότε έκλεισαν και η Μεταλλουργική Χάλυψ, τα Ελληνικά Σιδηροκράματα, η ΑΔΕΛΚΑΝ (τοματοπολτός), η ΙΝΚΟ. Στις αρχές του 2002 έκλεισε η μονάδα παρασκευής Skip της Unilever στου Ρέντη, που μεταφέρθηκε στην Ιταλία. Το 2000 έκλεισε το εργοστάσιο παραγωγής καλλυντικών της L’ Oréal. Το 1991 έκλεισε το εργοστάσιο της Pirelli στην Πάτρα (400 άνεργοι).
Θυμίζω ότι από το 1981 το ΠΑΣΟΚ κυβερνούσε συνεχώς με ένα μικρό διάλειμμα τριών χρόνων, όταν ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης κατάφερε να κερδίσει τις εκλογές, ύστερα από τρεις εκλογικές αναμετρήσεις – λόγω του διαβόητου νόμου Κουτσόγιωργα… Οπότε, λογικό είναι να ρωτάμε αν το ΠΑΣΟΚ που θέλει «μονομέτωπο αγώνα» είναι το ίδιο ΠΑΣΟΚ που κυβέρνησε μετά το 1981...

