«Το βλέπεις αυτό το σουβλατζίδικο;» Έψαχνα να βρω τι εννοεί και τελικά μου μιλούσε για μια καντίνα σε αυτοκινούμενο όχημα, όπως ακριβώς έχουμε και στην Ελλάδα τα γνωστά «βρόμικα». «Βλέπεις που έχει 3-4 υπαλλήλους μέσα; Δουλεύει 24 ώρες το 24ωρο και αυτός που το έχει είναι Έλληνας από εδώ, από την Αστόρια. Κόβει χρήμα ασταμάτητα. Ούτε γνωρίζει πόσα ακίνητα έχει στην Αμερική…»
Ο καλός φίλος και συνάδελφος, μόνιμος ανταποκριτής στη Νέα Υόρκη, με γέμιζε με πολύτιμες πληροφορίες για την πασίγνωστη ελληνική κοινότητα στην Αστόρια. Σε μια σύντομη βόλτα με το αυτοκίνητο, συγκινημένος είδα κι έμαθα τόσο πολλά για αυτήν τη γωνιά στην άλλη άκρη του πλανήτη στην οποία ακόμα ζουν πάρα πάρα πολλοί Έλληνες. Μπορεί όχι όσοι σε περασμένες δεκαετίες, αλλά το ελληνικό στοιχείο παραμένει ιδιαίτερα έντονο. Παντού ελληνικές σημαίες, ελληνικά χρώματα, ελληνικά χαμόγελα και ελληνικές φάτσες. Παντού!
«Να, εδώ ήταν τα γραφεία του ελληνόφωνου ραδιοφωνικού σταθμού. Έχει κλείσει πια… Α, και σε αυτόν τον δρόμο σχεδόν όλα τα μαγαζιά είναι ελληνικά». Πράγματι, όπου κι αν κοιτούσα, έβλεπα ελληνικές επιγραφές. Μπορεί να ήταν και περισσότερες από τις ελληνικές επιγραφές στα εμπορικά καταστήματα στην Ελλάδα που τα περισσότερα έχουν επωνυμίες στα αγγλικά.
«Για τη μακαρονάδα που θέλεις θα σε πάω στον Σταμάτη».
Ο «Σταμάτης» είναι ένα από τα πιο παλιά ελληνικά εστιατόρια στην Αστόρια με τον ομώνυμο ιδιοκτήτη του να αποτελεί τον πνεύμονα και την καρδιά του μαγαζιού. Τον γνώρισα λίγα λεπτά μετά και ο διάλογος που είχαμε ήταν αποκαλυπτικός για τον τρόπο που σκέφτονται οι Έλληνες που έχουν περάσει μια ολόκληρη ζωή στην ξενιτιά. Κοντά στα 80 σήμερα και πάμπλουτος, ο κ. Σταμάτης εξακολουθεί να αναπνέει επειδή ζει στην ταβέρνα του, εκεί στην Αστόρια, εδώ και 55 ολόκληρα χρόνια πια!
«Έρχεστε στην Ελλάδα;», τον ρώτησα. «Βέβαια. Τουλάχιστον 2-3 φορές τον χρόνο», μου απάντησε. «Δεν σκέφτεστε να επιστρέψετε μόνιμα;», εξέφρασα την απορία. «Τι να έρθω να κάνω; Η γυναίκα μου ήρθε και ζει στα Βριλήσσια. Εγώ δεν θέλω. Εδώ είναι το μαγαζί μου, εδώ οι φίλοι μου, εδώ η ζωή μου», μου απάντησε ορθά-κοφτά. Κάπως έτσι υποθέτω θα σκέφτονται οι περισσότεροι από τους μετανάστες πρώτης γενιάς που πριν από 50-60 χρόνια ή και παραπάνω βρέθηκαν στη Νέα Υόρκη για μια καλύτερη ζωή. Δεν ξέρω αν αυτήν την καλύτερη ζωή τη βρήκαν. Σχετικό είναι αυτό. Όμως, όντως η ζωή τους είναι εκεί. Δύσκολα ύστερα από τόσο πολλά χρονιά γυρίζεις σελίδα και αλλάζεις συνήθειες.
Αν όμως κάτι κράτησαν ίδιο και απαράλλαχτο είναι η ελληνική καρδιά και το φιλότιμο. Ο κ. Σταμάτης δεν μου πήρε λεφτά για τα μακαρόνια. Με κέρασε επειδή έμαθε ότι την επόμενη ημέρα θα έτρεχα στον Μαραθώνιο της Νέας Υόρκης με το εθνόσημο στη φανέλα μου. Και όταν περνούσα τη γραμμή του τερματισμού, άκουσα την καρδιά μου να συντονίζεται στον ρυθμό που χτυπούν οι καρδιές όλων των Ελλήνων που ζουν μακριά από την πατρίδα.