Το αυτονόητο, δηλαδή την υποχρέωση της Δικαιοσύνης να ερευνήσει κάθε διαθέσιμο στοιχείο για την τραγωδία των Τεμπών, επεσήμανε ο υπουργός Επικράτειας Άκης Σκέρτσος, με αφορμή τα βίντεο που παραδόθηκαν στον εφέτη ανακριτή, τονίζοντας ότι θίγεται το κράτος δικαίου από την εργαλειοποίηση της υπόθεσης που ερευνάται. Παράλληλα, είπε, πως η κυβέρνηση θα κριθεί το 2027 από την συνολική πρόοδο της χώρας

«Η εντολή έχει δοθεί. Όλα στο φως, καμία σκιά» είπε για τα Τέμπη. «Πρέπει να απαντηθεί και να διαλευκανθεί κάθε πιθανό και απίθανο σενάριο γύρω από την τραγική αυτή υπόθεση, που έχει κοστίσει ζωές και έχει προκαλέσει αβάσταχτο πόνο στις οικογένειες», είπε ο υπουργός Επικράτειας.

Αλλά, διευκρίνισε, «μοναδικός αρμόδιος, με βάση τις επιταγές του κράτους δικαίου, είναι η Δικαιοσύνη. Κανένας άλλος. Απαρέγκλιτη αρχή μιας ανακριτικής διαδικασίας είναι η εχεμύθεια και η εμπιστευτικότητα. Κανείς δεν μπορεί να ξέρει και να παρεμβαίνει στο έργο του ανακριτή, του εισαγγελέα και του τελικού δικαστή, που είναι και ο μόνος κριτής».

Επιπλέον, είπε, «όσες διαρροές γίνονται από το υλικό, προφανώς αξιολογούνται, εξετάζονται, αλλά δεν μπορούμε να εκφέρουμε άποψη για την εγκυρότητα». Εν τέλει, «ο μόνος τρόπος για να μην ξανασυμβεί ένα τέτοιο δυστύχημα είναι να αφήσουμε τη δικαιοσύνη να κάνει τη δουλειά της».

Συγχρόνως, ο υπουργός Επικρατείας αφήνοντας αιχμές, ότι «εδώ μιλάνε πολλοί για το κράτος δικαίου. Δυστυχώς υπάρχει μια απόλυτη πολιτική εργαλειοποίηση και μια ασέλγεια σε βάρος του κράτους δικαίου. Ποια είναι η βασική θεμελιώδης αρχή του κράτους δικαίου; Είναι το τεκμήριο της αθωότητας», ανέφερε, με την ταυτόχρονη επισήμανση ότι «η έλλειψη αποδείξεων δεν αποτελεί τεκμήριο ενοχής».

Η έρευνα γίνεται μόνον από την Δικαιοσύνη

Υπογράμισε δε ότι «κράτος δικαίου σημαίνει ότι μόνο η δικαιοσύνη μπορεί να κάνει αυτήν την έρευνα, κανένας άλλος», συνέχισε: «Η κυβέρνηση έχει λάβει συγκεκριμένα μέτρα διευκόλυνσης της δικαιοσύνης, τα οποία έχουν ζητηθεί από τη δικαιοσύνη και τα οποία ψηφίσθηκαν από την πλειοψηφία (στη Βουλή), αλλά καταψηφίσθηκαν από τα κόμματα της αντιπολίτευσης».

Επικαλέσθηκε, μάλιστα, «τη ρύθμιση για την άρση των τηλεπικοινωνιών όσων εμπλέκονται στην τραγική αυτή υπόθεση, αλλά και τη ρύθμιση που ψηφίσθηκε για την αφαίρεση του σταδίου της παραπομπής σε δικαστικό συμβούλιο».

Ακόμη: «Η λέξη "συγκάλυψη" είναι πολύ βαριά, προϋποθέτει δόλο. Η κυβέρνηση είναι επισπεύδουσα σε αυτή τη διαδικασία», επιχειρηματολόγησε ο Ά. Σκέρτσος και συνέχισε: «Όταν μιλάμε για συγκάλυψη, για παροχή προστασίας σε κάποια αόρατα συμφέροντα, η πολιτική αλλά και η ποινική κατηγορία είναι ότι μιλάμε για μια κυβέρνηση που αποτελεί μια σχεδόν εγκληματική οργάνωση, από την κορυφή ως τη βάση της. Αυτό είναι κάτι πραγματικά ανήκουστο. Και όσοι μιλάνε για συγκάλυψη πρέπει να γνωρίζουν τι είναι αυτό το οποίο λένε και κατηγορούν τον πρωθυπουργό και μέλη της κυβέρνησης. Αυτά, όταν λέγονται σε ένα κράτος δικαίου, θα πρέπει να υποστηρίζονται από τεκμηρίωση. Διαφορετικά μιλάμε για ζούγκλα και όχι για κράτος δικαίου, ούτε δικαιοσύνη», τόνισε ο υπουργός Επικρατείας και κατηγόρησε την αντιπολίτευση για «παντελώς αθέμιτο κομματικό ανταγωνισμό που τελικά συσκοτίζει, αντί να ρίχνει φως στην υπόθεση αυτή».

«Δεν χρειάζονται τηλεεισαγγελείς»

Ειδικότερα, «η αντιπολίτευση, και δυστυχώς και το ΠΑΣΟΚ, το οποίο εμφανίζεται ως πιο συστημικό και σοβαρό κόμμα, υποπίπτει σε αυτό τον πάρα πολύ μεγάλο και επικίνδυνο και ολισθηρό δρόμο». Εξ άλλου, «ας μην κάνουμε τους τηλε-εισαγγελείς. Δεν μπορεί η κυρία Κωνσταντοπούλου να έχει δικάσει, να έχει προδικάσει και να έχει βγάλει καταδικαστική απόφαση. Αυτά είναι πολύ επικίνδυνα πράγματα σε μια δημοκρατία, δημιουργούν ένα περιβάλλον όπου οι πολίτες δεν θα εμπιστεύονται κανέναν», προειδοποίησε.

«Από εκεί και πέρα», ειπε, «πρέπει να εξετασθεί και να αξιολογηθεί το κατηγορητήριο που έχει καταθέσει το ΠΑΣΟΚ σε βάρος του κυρίου Τριαντόπουλου. Εδώ μιλάμε για ψυχική συνδρομή, για πράγματα που παραπέμπουν στη σφαίρα της μεταφυσικής, χωρίς να εισφέρεται κανένα απολύτως στοιχείο. Ο κ. Τριαντόπουλος βρέθηκε στο σημείο αυτό στο πλαίσιο της τυπικής αρμοδιότητας που είχε για κρατική αρωγή. Ο άνθρωπος αυτός έχει βρεθεί σε πολλά σημεία στην Ελλάδα κατά την διάρκεια των προηγούμενων χρόνων για να παρέχει συνδρομή, κρατική αρωγή σε όσους πολίτες έχουν υποστεί κάθε είδους καταστροφή ή ζημιά σε περιουσίες - αγαθά. Αυτό έκανε και τότε. Κλήθηκε και πήγε για να παρέχει συνδρομή στις οικογένειες των θυμάτων», είπε ο Ά. Σκέρτσος και προέτρεψε να αναζητηθούν δημοσιεύματα και δελτία Τύπου εκείνων των ημερών: «Το πρώτο 10ήμερο του Μαρτίου ανακοινώθηκαν έντεκα μέτρα αρωγής στις οικογένειες, από συντάξεις μέχρι διαγραφή οφειλών προς το Δημόσιο, διαγραφή δανείων, μέτρα για τη στήριξη των φοιτητών», σημείωσε.

Η κυβέρνηση θα κριθεί το 2027 από την πρόοδο της χώρας

Κλείνοντας, είπε ότι «η κυβέρνηση για ένα πράγμα θα κριθεί: το κατά πόσο το 2027 θα έχει καταφέρει να προοδεύσει η χώρα μας σημαντικά», δηλαδή «να γίνουμε Ευρώπη σε όλα τα κρίσιμα πεδία που ρυθμίζουν την ποιότητα ζωής και την καθημερινότητα, την ασφάλεια, την ευημερία των πολιτών». Πιο αναλυτικά, «τα τελευταία χρόνια έχουμε καταφέρει η ελληνική οικονομία να αναπτύσσεται ταχύτερα από την ευρωπαϊκή οικονομία, άρα να μειώσουμε σιγά-σιγά τη μεγάλη απόσταση που αντικειμενικά μας χωρίζει λόγω της μεγάλης κρίσης την προηγούμενη δεκαετία από την υπόλοιπη Ευρώπη. Η ευημερία δεν κρίνεται μόνο στα οικονομικά στοιχεία και τα εισοδήματα. Κρίνεται και στα μέσα μαζικής μεταφοράς, να έχουμε καλύτερα λεωφορεία, καλύτερους σιδηροδρόμους. Για όλα αυτά θα κριθούμε όμως στο τέλος της δεύτερης τετραετίας, γιατί μιλάμε για μεγάλες αλλαγές, ένα μετασχηματισμό του κράτους που είναι εν κινήσει αυτή τη στιγμή», ο οποίος, «μπορεί να μην είναι ορατός στο βαθμό που θα θέλαμε και που πρέπει σε όλους τους πολίτες».

Ωστόσο, κατέληξε, «εφαρμόζεται ένα τεράστιο επενδυτικό σχέδιο δημοσίων και ιδιωτικών επενδύσεων που αλλάζουν το ελληνικό κράτος και την ελληνική οικονομία σε πολύ μεγάλο βαθμό. Πάνω από 100 δισ. ευρώ δημόσιες επενδύσεις υλοποιούνται την οκταετία, 2019-2027. Έχουμε βάσιμες πεποιθήσεις και την αισιοδοξία αλλά και τη φιλοδοξία ότι η Ελλάδα θα είναι διαφορετική το 2027».