Ο Αλέξης Τσίπρας ξεκίνησε τις προεκλογικές περιοδείες του στον δρόμο για τις εκλογές της 25ης Ιουνίου. Και από τη Νίκαια, όπου επιχείρησε να κάνει ασκήσεις θάρρους και ενέσεις ηθικού στο λιγοστό κοινό του, έφερε στο νου τη ρήση του Βύρωνα Πολύδωρα: «Αγγαρεία κάνω, ποινήν εκτίω».

Υποτονική υποδοχή από τους οπαδούς του ΣΥΡΙΖΑ, σε μια υποτονική που κυριάρχησαν συγκεκριμένα χαρακτηριστικά δημιουργώντας την εικόνα της λευκής πετσέτας στο ρινγκ της προεκλογικής περιόδου των επόμενων τριών εβδομάδων.

Πρώτο χαρακτηριστικό, ο Αλέξης Τσίπρας δεν έχει εναλλακτική πρόταση. Δεν μπορούν, ο ίδιος και η ηγετική ομάδα του, να απευθυνθούν στους πολίτες με άλλον τρόπο πέραν αυτού της τοξικότητας και της διχαστικής ρητορικής.

Δεύτερο, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να πείσει ότι διεκδικεί την εξουσία καθώς τα περί αλλαγής συσχετισμών δυνάμεων που αναφέρει ο Αλέξης Τσίπρας αφορούν μόνο μια ενδεχόμενη αύξηση των ποσοστών του ώστε να μην αμφισβητηθεί η πρωτοκαθεδρία του κόμματός του στον χώρο της κεντροαριστεράς.

Τρίτο, αντίπαλός του σε αυτές τις εκλογές είναι το ποσοστό του Κυριάκου Μητσοτάκη και της Νέας Δημοκρατίας αφού μια επανάληψη των συσχετισμών που καταγράφηκαν στις 21 Μαΐου, θα οδηγήσει σε ένα αβέβαιο πολιτικό μέλλον τον ίδιο και τους συνοδοιπόρους του.

Τέταρτο, αδυνατεί να ξεπεράσει τη συντριβή. Αυτό που δήλωσε στη Μάρα Ζαχαρέα και στο Star την Τρίτη το βράδυ, δηλαδή πως σκεφτόταν ώρες και ημέρες την παραίτηση θρηνώντας για το αποτέλεσμα δεν το έχει ξεπεράσει.

Πέμπτο, ότι εξακολουθεί να πιστεύει πως φταίνε οι πολίτες. Οτι δεν κατάλαβαν τι έχουν ψηφίσει. Οτι παραπλανήθηκαν από τα… κοστούμια, όπως δήλωσε ο Νίκος Φαραντούρης και ότι η πανδημία τους οδήγησε σε κινήσεις απελπισίας, κάτι περίπου σαν το σύνδρομο της Στοκχόλμης που επικαλέστηκε ο Νίκος Ξυδάκης.

Η ουσία είναι πως δεν έχουν καταλάβει στον ΣΥΡΙΖΑ τι έχει γίνει. Και δεν το ψάχνουν κιόλας αφού δείχνουν να αναμένουν απλώς να περάσουν οι μέρες μέχρι τις εκλογές επιδιώκοντας να πετύχουν έναν και μοναδικό στόχο: να μην είναι αυτοδύναμη ως κυβέρνηση η Νέα Δημοκρατία ή έστω η αυτοδυναμία της να καταγραφεί σε μικρό αριθμό εδρών ώστε να είναι αδύνατη η εφαρμογή του προγράμματός της.