Στις 4 Οκτωβρίου 1974, 72 ημέρες μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ίδρυε τη Νέα Δημοκρατία, το κόμμα που έμελλε να κυριαρχήσει στο πολιτικό σκηνικό και να αποτελεί, 51 χρόνια μετά, τον πυλώνα σταθερότητας και ασφάλειας της χώρας χωρίς να έχει απομακρυνθεί από τις αρχές και τις αξίες της όπως αυτές αποτυπώθηκαν στην ιδρυτική διακήρυξη.

Η μεγάλη κεντροδεξιά παράταξη μέσα στα χρόνια που πέρασαν συνέβαλε στην εδραίωση της Δημοκρατίας και του κράτους δικαίου με κεντρικό στόχο της τη διατήρηση της κοινωνικής συνοχής μέσα από τον κοινωνικό φιλελευθερισμό που αποτέλεσε και αποτελεί τη βάση της διαχείρισης των κυβερνήσεων που σχημάτισε και σχηματίζει.


Παράταξη αξιών

Την ίδια στιγμή, 51 χρόνια μετά την ίδρυσή της, είναι η παράταξη που, σταθερή στις αξίες της, καθίσταται υπό την ηγεσία του Κυριάκου Μητσοτάκη κυρίαρχη στην πολιτική ζωή από τα Δεξιά μέχρι και το Κέντρο αποτελώντας πλέον και πόλο έλξης στελεχών που μέχρι πρόσφατα ανήκαν σε άλλους πολιτικούς χώρους και κόμματα.

Το γεγονός ότι στελέχη και ψηφοφόροι ενστερνίζονται την ιδεολογία της αναδεικνύει απλά την εδραίωσή της για το παρόν και το μέλλον. Η διεύρυνση που έχει επιτευχθεί είναι άλλωστε και η ουσία της ίδρυσής της.

«Η παράταξις της Νέας Δημοκρατίας συγκροτείται από έμπειρες και υγιείς, αλλά και από νέες προοδευτικές και ριζοσπαστικές πολιτικές δυνάμεις συντονισμένες στον ίδιο σκοπό: Να κάμουν στην Ελλάδα πράξη την επωνυμία της παρατάξεως – να δώσουν στη χώρα μια νέα δημοκρατία», σημείωνε στην ιδρυτική διακήρυξη ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, προσθέτοντας: «Η Νέα Δημοκρατία είναι η κίνηση που επιλέγει και συντηρεί από την παράδοση μόνον όσα ο χρόνος απέδειξε σωστά και χρήσιμα. Και προχωρεί διαρκώς με μεγάλα, τολμηρά αλλά και ασφαλή βήματα στις νέες, διαρκώς εξελισσόμενες συνθήκες».

Υπό τη σημερινή ηγεσία η μεγάλη κεντροδεξιά παράταξη υλοποιεί στο έπακρο όσα εδώ και 51 χρόνια πρεσβεύει. Θωρακίζει τη χώρα, αναπτύσσει πολυποίκιλη εξωτερική πολιτική, παράγει πλούτο και τον διανέμει στους πολίτες ενισχύοντας το εισόδημά τους μέσα από τη δραστική μείωση φόρων.

Συνδέει την ανάπτυξη με την κοινωνική συνοχή δίνοντας απαντήσεις σε όλους όσοι επιχειρούν να μειώσουν τον ρόλο και το ειδικό βάρος της στην πορεία της χώρας στο πλαίσιο πάντα και όσων κατέγραφε στην ιδρυτική διακήρυξη ο εθνάρχης υπογραμμίζοντας πως η «Νέα Δημοκρατία είναι η πολιτική παράταξις του ταυτίζει το έθνος με τον λαόν, την πατρίδα με τους ανθρώπους της, την πολιτεία με τους πολίτες της, την εθνική ανεξαρτησία με τη λαϊκή κυριαρχία, την πρόοδο με το κοινό αγαθό, την πολιτική ελευθερία με την έννομη τάξη και την κοινωνική δικαιοσύνη».

Αυτό που διαφοροποιεί τη Νέα Δημοκρατία σε σχέση με τα υπόλοιπα κόμματα είναι οι εμβληματικές παρεμβάσεις που συνδέθηκαν με την πάγια θέση της ως προς την τοποθέτηση –της ίδιας και κατ’ επέκταση της χώρας τις περιόδους διακυβέρνησης– στη σωστή πλευρά της ιστορίας.

Η ένταξη στην τότε ΕΟΚ αποτέλεσε τη βάση για την εξέλιξη και ανάπτυξη της χώρας αλλά και για τη δημιουργία των αναγκαίων εκείνων συνθηκών που συνέβαλαν στην ασφάλειά της. Αρκεί μόνο να σκεφτεί κανείς τι θα μπορούσε να έχει συμβεί την περίοδο της οικονομικής κρίσης αλλά και την περίοδο της πανδημίας και τη μετέπειτα διαχείριση της κρίσης που ανέκυψε.

Στην πορεία της η Νέα Δημοκρατία κινήθηκε με γνώμονα το συμφέρον του τόπου κλείνοντας τα αυτιά της στις σειρήνες του λαϊκισμού, ακόμη και στις δυσκολότερες των περιπτώσεων, ακόμη και όταν τα κόμματα της αντιπολίτευσης διεκδίκησαν και ανέλαβαν τη διακυβέρνηση της χώρας μέσα από υποσχέσεις και αυταπάτες. Ουδείς δύναται να μη σκεφθεί τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη που προειδοποιούσε το 1994 για το ενδεχόμενο να φτάσει η χώρα σε σημείο να απευθυνθεί στο ΔΝΤ, κάτι που το έζησαν όλοι με τα μνημόνια, ή τον Κώστα Καραμανλή να επιμένει στις αναφορές περί παγώματος μισθών την ώρα που ο Γιώργος Παπανδρέου δήλωνε ότι «λεφτά υπάρχουν».


Θετικό πρόσημο

Σήμερα η Νέα Δημοκρατία έχει καταρτίσει το σχέδιο για την Ελλάδα του 2030 και υπό την ηγεσία του Κυριάκου Μητσοτάκη έχει διαχειριστεί με θετικό πρόσημο διεθνείς κρίσεις που ξεκινούν από την πανδημία και φθάνουν στην κρίση του πληθωρισμού και της ακρίβειας. Η Ελλάδα έχει πάψει να είναι ο παρίας της Ευρώπης και αποτελεί παράδειγμα προς μίμηση.

Κυρίως έχει καταφέρει να προτάσσει την ανάπτυξη της οικονομίας με την παράλληλα διατήρηση της κοινωνικής συνοχής, τη θωράκιση της χώρας με την ταυτόχρονη μετατροπή της σε πυλώνα σταθερότητας εν μέσω παγκόσμιων γεωπολιτικών και οικονομικών ανακατατάξεων.

Στα 51 της χρόνια, πιο ώριμη από ποτέ, δείχνει να διατηρεί μια νεανική ορμή, το απαραίτητο momentum για την αλλαγή σελίδας μέσα από τη σταθερότητα και τον ρεαλισμό.

*Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην έντυπη έκδοση του «Μανιφέστο».