Μια εβδομάδα μετά από την έναρξη του Ελληνογερμανικού πολέμου στις 11 Απριλίου του 1941, το μέτωπο στη βόρεια Ελλάδα κατέρρευσε. Στην ανατολική Μακεδονία οι ελληνικές μονάδες αμύνθηκαν επιτυχώς στα οχυρά, αλλά η Βέρμαχτ «έσπασε» την Γιουγκοσλαβική άμυνα και εισέβαλε στην δυτική Μακεδονία και κατέλαβε τη Θεσσαλονίκη, που συνθηκολόγησε στις 9 Απριλίου. Επόμενος στόχος των εισβολέων ήταν η Αθήνα.
Το Βρετανικό Εκστρατευτικό Σώμα (ΒΕΣ) ξεκίνησε υποχώρηση προς τον νότο. Στο στενό πέρασμα των Θερμοπυλών δόθηκε μια απεγνωσμένη αντίσταση, η οποία δεν κατάφερε να σταματήσει την γερμανική προέλαση. Η ελληνική πρωτεύουσα βίωνε τις δικές της στιγμές αγωνίας, αναμένοντας το αναπόφευκτο.
Οι μαρτυρίες
Ο Μανώλης Γλέζος είχε αφηγηθεί: «Βλέπαμε τους Εγγλέζους να φεύγουν. Μας έλεγαν «Mια μάχη ήταν, τη χάσαμε, αλλά εσείς πρέπει να συνεχίσετε και θα σας δώσουμε την Κύπρο. Αυτό έλεγαν στους στρατιώτες τους να μας λένε συνεχώς». Εν τω μεταξύ, στην πρωτεύουσα συνέρρεαν Έλληνες στρατιώτες, καταγόμενοι από τα νησιά και τη νότιο Ελλάδα, αναζητώντας εναγωνίως ένα μέσο επιστροφής στις ιδιαίτερες πατρίδες τους.
Ο Θανάσης Αναννίδης ανακαλεί στη μνήμη του αυτή την εικόνα: «Οι Έλληνες στρατιώτες μαζεύονταν στα καφενεία και προσπαθούσαν να βρουν ένα τρόπο να πάνε στα χωριά τους. Ήταν βρώμικοι, ελεεινοί και πεινασμένοι. Όλη η Αθήνα είχε γεμίσει. Ακόμη βλέπω στα μάτια μου τον πανικό των ανθρώπων αυτών και κυρίως των Κρητικών. Οι τελευταίοι φοβούνταν ότι, εξαιτίας της δράσης τους στο μέτωπο της Αλβανίας, οι Ιταλοί θα τους συλλάμβαναν όλους».
Μετά την εγκατάλειψη της γραμμής άμυνας των Θερμοπυλών από τα στρατεύματα του ΒΕΣ, οι γερμανικές μηχανοκίνητες δυνάμεις πλησίαζαν στην Αττική. Επικεφαλής της προέλασής τους ήταν ένα τάγμα αναγνώρισης με μοτοσικλετιστές και τεθωρακισμένα οχήματα της 2ης Τεθωρακισμένης Μεραρχίας.
Λίγο μετά τα μεσάνυκτα της 26/27ης Απριλίου, κατά μήκος της οδού Σταδίου, περνούσαν τα τελευταία οχήματα των βρετανικών οπισθοφυλακών.
Αθήνα, 1941, η σβάστικα και η ελληνική σημαία στην Ακρόπολη. Οι Ιταλοί απαίτησαν και την δικιά τους
Ο Ανδρέας Σταματόπουλος, ήταν αυτόπτης μάρτυρας:
«Έτυχε να βρίσκομαι στην Αθήνα με την οικογένειά μου όταν οι Γερμανοί μπήκαν στην πόλη. Μέναμε στο ξενοδοχείο City Palace της οδού Σταδίου. Η νύκτα της 26/27 Απριλίου ήταν ένας αληθινός εφιάλτης, καθώς όλοι μας γνωρίζαμε ότι τα γερμανικά στρατεύματα είχαν φθάσει στα προάστια της πρωτεύουσας…Όταν ξημέρωσε, γύρω στις οκτώ, ένας θόρυβος μηχανής ακούστηκε από τον δρόμο μπροστά από το ξενοδοχείο. Μια γκρίζα στρατιωτική μοτοσικλέτα που έφερε διπλωμένη πίσω από το κάθισμα του οδηγού μια κόκκινη σημαία με εμφανή τη μαύρη σβάστικα, πέρασε με ταχύτητα από την περιοχή της πλατείας Ομονοίας προς το Σύνταγμα. Ξαφνικά όλοι αισθανθήκαμε έναν κόμπο να πνίγει τον λαιμό μας. Είχαμε πλέον κατοχή!…».
Η ελληνική σημαία υποστέλλεται στην Ακρόπολη. Φωτογραφία του γερμανού Franz Peter Weixler, που κάλυψε την βαλκανική εκστρατεία
Ο Μπενίτο Μουσολίνι που είχε ηττηθεί κατά κράτος από τους Έλληνες, εξοργίστηκε όταν έμαθε πως ο ελληνικός στρατός είχε συνθηκολογήσει αποκλειστικά στους Γερμανούς και απαίτησε την παράδοση των Ελλήνων και στις ιταλικές ένοπλες δυνάμεις. Ο Χίτλερ, ο οποίος χρειαζόταν την σύμπραξη των Ιταλών για την εισβολή στη Σοβιετική Ένωση, αναγκάστηκε να ενδώσει στις απαιτήσεις του Ντούτσε. Έτσι η συνθηκολόγηση υπογράφηκε εκ νέου και τελεσίδικα ενώπιον του Ιταλού στρατηγού Φερράρο, παρουσία του Στρατηγού Άλφρεντ Γιοντλ.
Πράγματι στις 08.00 της Κυριακής, 27 Απριλίου 1941, μοτοσικλετιστές και τεθωρακισμένα οχήματα της 2ης Τεθωρακισμένης Μεραρχίας με επικεφαλής τον ανθυπολοχαγό Φριτς Ντίρφλιγκ, εισήλθαν από τα βόρεια προάστια στην Αθήνα. Ο Νίκος Τσέρτος αντίκρισε τους πρώτους στην πλατεία Αμερικής: «Οδηγούσαν μοτοσικλέτες ΒΜW με το καλάθι και το πολυβόλο. Ακολουθούσαν ελαφρά τεθωρακισμένα, τα οποία είχαν στο καπώ στερεωμένη τη γερμανική σημαία για αναγνώριση».
Οι πρώτες γερμανικές μονάδες διασχίζουν τη Βασιλίσσης Σοφίας. Η μεγάλη νύχτα της κατοχής αρχίζει
Ο καιρός ήταν μουντός, ανάλογος με τη διάθεση των Αθηναίων: «Έτυχε να είναι ημέρα συννεφιασμένη, ημέρα θλιβερή» θυμάται ο Ιωάννης Αντωνακέας.
«Ο κόσμος κλείστηκε στα σπίτια του, έχοντας κλειστά ακόμη και τα παράθυρα. Η Αθήνα ήταν μια έρημη πόλη και όχι βέβαια από φόβο, αλλά σαν ένδειξη διαμαρτυρίας και περιφρόνησης. Εγώ έχοντας την περιέργεια της ηλικίας μου (ήμουν μόλις 13 ετών) παρακολουθούσα τα συμβαίνοντα από τις γρίλιες. Κάποια στιγμή ακούστηκε θόρυβος. Γερμανική μηχανοκίνητη φάλαγγα κατηφόριζε την Ακαδημίας και μπήκε στην πλατεία Κάνιγγος, που τότε είχε κυκλική κυκλοφορία. Έκανε στάση στην πλατεία…Οι Γερμανοί στρατιώτες ορμούσαν στις γύρω νεραντζιές, έκοβαν νεράντζια και τα έτρωγαν! Ποιος ξέρει γιατί έγινε αυτό, ίσως να τα πέρασαν για πορτοκάλια…» (Ιάκωβος Βαγιάκης).
Αθήνα, 1941, αναμνηστική φωτογραφία Γερμανών στρατιωτών μπροστά τον Παρθενώνα
Η πλειοψηφία των κατοίκων της πόλης, συνέχισε να παραμένει κλεισμένη στα σπίτια. Η Ελένη Φραγκιά, τομεάρχης της ΕΟΝ, θυμάται: «Η εντολή από την κεντρική διοίκηση της ΕΟΝ ήταν να τους δεχθούμε με τη σιωπή μας και να κλειστούμε στα σπίτια μας… Η Αθήνα ήταν νεκρή πόλη, δεν υπήρχε παράθυρο ανοικτό, άνθρωπος στο δρόμο.
Τα παραθυρόφυλλα ήταν κλειστά. Ακούσαμε μέσα από τα παράθυρα τη μπότα, το τανκ και τη μοτοσικλέτα του κατακτητή». Ο Βασίλης Κουρουπός άκουγε τον ίδιο θόρυβο, κλεισμένος στο σπίτι του στου Ψυρρή: «Ακούγαμε τους Γερμανούς να κατεβαίνουν την Ερμού. Κλαίγαμε με κλειστά τα παράθυρα και τις πόρτες».
Ο αείμνηστος πολιτικός Λεωνίδας Κύρκος, στην τελευταία συνέντευξη του με τον συγγραφέα, περιγράφει το πρώτο άκουσμα των κατακτητών: «Κλειδωμένοι στα σπίτια, πίσω από τα παράθυρα ακούσαμε την μπότα των Γερμανών να χτυπά στον δρόμο. Αυτή ήταν η πρώτη ανάμνηση της κατοχής». Ωστόσο, γερμανόφιλοι (όψιμοι ή μη), καθώς και μέλη της γερμανικής παροικίας, έσπευσαν να προϋπαντήσουν τους πρώτους Γερμανούς στρατιώτες. O νεαρός τότε Νικόλαος Παυλιόγλου αντίκρισε μια τέτοια σκηνή στην οδό Πανεπιστημίου: «Οι δρόμοι ήταν σχεδόν άδειοι, με ελάχιστο κόσμο. Υπήρχαν κάποιοι ελάχιστοι που χειροκροτούσαν, αλλά αυτοί ήταν γερμανικής καταγωγής».
Ο Νίκος Τσέρτος θυμάται μια σχεδόν άδεια οδό Πατησίων να «υποδέχεται» τους εισβολείς: «Στην Πατησίων έφθασαν από την Τατοΐου. Ούτε κόσμος υπήρχε, ούτε χειροκροτήματα, ούτε τίποτα, εν αντιθέσει με το Παρίσι».
Τις μαρτυρίες κατέγραψε ο ιστορικός Nίκος Γιαννόπουλος. Από τη Μηχανή του Χρόνου