Το μήνυμα του Κυριάκου Μητσοτάκη προς την Τουρκία είναι σαφές. Η Ελλάδα επιδιώκει τις καλές σχέσεις και τον διάλογο χωρίς όμως να εφησυχάζει και χωρίς να υπαναχωρεί ως προς τα κυριαρχικά της δικαιώματα. Το «c’est la vie» (έτσι είναι η ζωή) που είπε στη συνέντευξή του στη «Wall Street Journal» και η αναφορά του στο casus belli –από το βήμα του ΟΗΕ– περιγράφουν τον τρόπο με τον οποίο η ελληνική πλευρά κινείται.

Στην κυριακάτικη ανάρτησή του επανέλαβε ότι 30 χρόνια μετά έχει έρθει η ώρα να αποσύρει το casus belli που η τουρκική Εθνοσυνέλευση ψήφισε διά βοής στις 8 Ιουνίου 1995 εξουσιοδοτώντας την τουρκική κυβέρνηση να θεωρήσει αιτία πολέμου οποιαδήποτε επέκταση των ελληνικών χωρικών υδάτων στα 12 μίλια.
Και το θέτει μετ’ επιτάσεως διότι ίσως είναι η πρώτη φορά που η Ελλάδα διαθέτει και ισχυρή δύναμη αποτροπής που θωρακίζει τα σύνορά της, αλλά και μια πολιτική και οικονομική σταθερότητα που της επιτρέπει να αποτελεί πυλώνα σταθερότητας στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου.

Τα εξοπλιστικά προγράμματα που μπορούν να προωθηθούν λόγω και της οικονομικής ανάπτυξης και σταθερότητας σε συνδυασμό με τις διπλωματικές κινήσεις που έχουν γίνει τα τελευταία χρόνια «μεγαλώνουν» τη χώρα παρά τις όποιες αμφισβητήσεις της αντιπολίτευσης.

Οι ΑΟΖ με την Ιταλία και την Αίγυπτο, η προκήρυξη που αφορά τα οικόπεδα νοτίως της Κρήτης, οι θαλάσσιοι χωροταξικοί χάρτες είναι μερικά παραδείγματα που δύσκολα μπορεί να αμφισβητηθούν. Η τελευταία εξέλιξη δε με τη ρηματική διακήρυξη της Αιγύπτου αναφορικά με τη Λιβύη και το παράνομο τουρκολιβυκό μνημόνιο καταρρίπτει και τα αφηγήματα που έχουν στηθεί για το συγκεκριμένο θέμα.

Η συνάντηση Μητσοτάκη-Χριστοδουλίδη στο περιθώριο της συνεδρίασης του ΟΗΕ και η κοινή αναφορά ως προς την πρόθεση να συνεχιστεί το έργο της ηλεκτρικής διασύνδεσης Ελλάδας-Κύπρου έρχεται να δείξει πως δεν τίθεται θέμα υπαναχωρήσεων εξαιτίας των τουρκικών πιέσεων.

Με απλά λόγια, τίποτα απ’ όσα λέγονται και γράφονται με στόχο να δείξουν πως η ελληνική κυβέρνηση και ο πρωθυπουργός τηρούν στάση υποχωρητικότητας δεν έχει εφαρμογή στην πραγματικότητα. Αντιθέτως, παρατηρείται μια ψύχραιμη αντιμετώπιση των θεμάτων, χωρίς κραυγές και κορόνες «ψευδοπατριωτισμού» που επιχειρούν με κάθε τρόπο να υποστηρίξουν μια εικόνα που δεν συνάδει με όσα γίνονται και όσα σχεδιάζονται.

Την ίδια, όμως, στιγμή η αντιπολίτευση εμμένει σε μια λογική και σε μια τακτική που προκαλεί προβληματισμό. Οχι τόσο διότι διαψεύδονται επί του πεδίου όσα καταγράφονται από την πλευρά των κομμάτων, αλλά κυρίως διότι επαναλαμβάνονται παρά τις μέχρι τώρα διαψεύσεις.

Ακόμη και η αναφορά του casus belli από τον πρωθυπουργό επικρίνεται. Το κακό για τους επικριτές είναι πως επικρίνεται και από την Τουρκία. Για παράδειγμα, ο Τούρκος υπουργός Άμυνας, Γιασάρ Γκιουλέρ, δήλωνε τον περασμένο Ιούνιο στο Reuters ότι το ελληνικό αίτημα για άρση του casus belli «είναι λάθος».

Και συνέχιζε λέγοντας πως τέτοιου είδους απαιτήσεις ως προς τη συμμετοχή της Τουρκίας στο πρόγραμμα SAFE «ισοδυναμούν με την εμπλοκή πολυμερών πλατφορμών σε διμερείς διαφορές» καθώς και ότι τέτοιου είδους περιορισμοί θέτουν εκτός προγράμματος χώρες εκτός ΕΕ όπως η Τουρκία…

*Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην έντυπη έκδοση του «Μανιφέστο».