Το 2018 στήθηκαν 10 κάλπες στη Βουλή για την υπόθεση Novartis. Παρουσιάστηκε ως το «σκάνδαλο του αιώνα». Τελικά, όμως, δεν ήταν σκάνδαλο. Ήταν σκευωρία, όπως αποδείχθηκε. Οι περισσότεροι από τους εμπλεκόμενους αθωώθηκαν ή τέθηκαν στο αρχείο. Ήταν ένα από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα εργαλειοποίησης της Δικαιοσύνης για πολιτικά οφέλη.

Σήμερα, η ιστορία επαναλαμβάνεται με άλλον τίτλο: «Τέμπη». Και αυτή τη φορά όχι με 10, αλλά με 14 κάλπες για τρεις μόνο προτάσεις προανακριτικής εξέτασης. Το θέαμα διογκώνεται, οι κάλπες πολλαπλασιάζονται, οι στοχοποιήσεις προσωποποιούνται. Η λογική είναι η ίδια: όχι η διερεύνηση ευθυνών, αλλά η δημιουργία εντυπώσεων. Όχι η απόδοση δικαιοσύνης, αλλά η συντήρηση της καχυποψίας.

Όπως τότε κυριάρχησε ο όρος «Novartis Gate», έτσι και τώρα κυριάρχησε για μήνες η αφήγηση περί συγκάλυψης, παράνομου φορτίου και… ξυλόλιου. Παράλληλες θεωρίες κατέκλυσαν τον δημόσιο διάλογο, κατασκευασμένες συχνά από μηδενικά στοιχεία και ανεύθυνες φωνές. Όπως και τότε, έτσι και τώρα, κανένα από αυτά δεν αποδείχθηκε. Η επίσημη Δικαιοσύνη προχωρά με συγκεκριμένους κατηγορούμενους και πραγματικά στοιχεία, αλλά αυτό δεν φαίνεται να αρκεί για την αντιπολίτευση.

Η εργαλειοποίηση μιας εθνικής τραγωδίας για πολιτικά παιχνίδια είναι επικίνδυνη. Δεν αποδίδει δικαιοσύνη. Απλώς δηλητηριάζει τον δημόσιο διάλογο, κουράζει την κοινωνία και ευτελίζει τους θεσμούς. Όταν η Βουλή μετατρέπεται σε σκηνικό θεάτρου με 14 κάλπες, το πρόβλημα δεν είναι μόνο αριθμητικό. Είναι πολιτικό και ηθικό.

Η υπόθεση Novartis έπρεπε να έχει γίνει μάθημα. Αντί για αυτοκριτική, όμως, βλέπουμε επανάληψη της ίδιας τακτικής.
Όμως όσο περισσότερες είναι οι κάλπες, τόσο μικρότερη η σοβαρότητα. Και όσο περισσότερο θόρυβο κάνουν, τόσο λιγότερη εμπιστοσύνη εμπνέουν.