Και ποια Ζωή είδαμε πάλι στην εξεταστική την εβδομάδα που μας πέρασε;

Τη γνωστή φυσικά. Και τί είδαμε ακριβώς; Δύο από τους χίλιους μια δύο λόγους που δε θα έπρεπε καν να είναι στη Βουλή. Οι χίλιοι δεν χωράνε εδώ, ας σταθούμε όμως στους δύο, εξάλλου, αυτοί αρκούν.

Και ξεκινάμε από ένα γεγονός. Όχι άποψη. Γεγονός.

Η Ζωή Κωνσταντοπούλου, μέσα σε θεσμική διαδικασία, απέδωσε σε λάθος άνθρωπο μια απολύτως βαρύτατη κατηγορία: κατηγόρησε τον Αντιπρόεδρος της ΝΔ, τον κύριο Άδωνι Γεωργιάδη με το επώνυμο Γεωργιάδης για παιδεραστία, κατηγορία που εκτός του ότι φυσικά δεν ισχύει, είναι και άθλια, και γελοία, και δείχνει πόσο χαμηλά θα μπορούσε να πέσει μια πολιτικός για να στρέψει την προσοχή πάνω της. Η αναφορά έγινε επειδή τον μπέρδεψε — ή τον ταύτισε — με άλλον συνώνυμο, που είχε κατηγορηθεί στο παρελθόν. Αυτό δεν είναι λεπτομέρεια, είναι το απόγειο μιας ανήθικης και αδιστακτης τακτικής που εφαρμόζει κατά των πολιτικών της αντιπάλων.

Και εδώ μπαίνει ο πρώτος λόγος για τον οποίο και δεν θα έπρεπε καν να είναι στη Βουλή: αν το ήξερε ότι δεν είναι ο ίδιος, τότε μιλάμε για συνειδητή πολιτική αθλιότητα. Για μια πρακτική όπου μπορείς, με την ίδια ευκολία, να φορτώσεις στον οποιονδήποτε οτιδήποτε: ένα έγκλημα, μια ντροπή, μια σπίλωση. Αρκεί να υπάρχει συνωνυμία. Αυτό δεν είναι αντιπολίτευση, είναι επικίνδυνος κυνισμός.

Ο δεύτερος λόγος είναι εξίσου σοβαρός; αν δεν το ήξερε, τότε προκύπτει πρόβλημα θεσμικής επάρκειας. Δεν γίνεται πρόεδρος κόμματος να εκτοξεύει τέτοιες κατηγορίες χωρίς στοιχειώδη έλεγχο. Δεν γίνεται να παίζεις με τη φήμη ανθρώπων σαν να μιλάς σε καφενείο.

Δεν ξέρουμε τι είναι χειρότερο: το να ήξερε ή το να μην ήξερε.

Ξέρουμε όμως κάτι καθαρά: μια τέτοια πολιτική συμπεριφορά, με τέτοιους ρυθμούς και τέτοια ελαφρότητα, δεν έχει θέση στη Βουλή. Και όσο υπάρχει κοινό που χειροκροτεί το άσπρο όταν βαφτίζεται μαύρο, το πρόβλημα δεν θα είναι μόνο ένα πρόσωπο. Θα είναι ολόκληρο το πολιτικό μας μέτρο.