Η Ουκρανία και οι σύμμαχοί της κατέληξαν σε συμφωνία να εργαστούν από κοινού τις επόμενες ημέρες για την κατάρτιση σχεδίου κατάπαυσης του πυρός, στον απόηχο της πρότασης του Αμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ για εκεχειρία στις τρέχουσες γραμμές του μετώπου.

Σε συνέντευξή του στον ιστότοπο Axios, ο Βολοντίμιρ Ζελένσκι αποκάλυψε ότι η ομάδα του προετοιμάζει ένα συνοπτικό πλαίσιο ειρήνευσης, το οποίο θα μπορούσε να λειτουργήσει ως αφετηρία διαπραγματεύσεων με τη Μόσχα.

«Μερικά σημεία συνοπτικά. Σαν σχέδιο κατάπαυσης του πυρός. Αποφασίσαμε να εργαστούμε επ’ αυτού την επόμενη εβδομάδα ή δεκαήμερο», δήλωσε χαρακτηριστικά ο Ουκρανός πρόεδρος.

Όπως τόνισε, το σχέδιο αυτό θα συνταχθεί σε στενή συνεργασία με Ευρωπαίους ηγέτες, ανάμεσά τους και ο Βρετανός πρωθυπουργός Κιρ Στάρμερ, ενώ στόχος είναι να διαμορφωθεί μια κοινή στρατηγική για την προώθηση των ειρηνευτικών συνομιλιών.

Πίεση προς τη Μόσχα και αίτημα για νέα οπλικά συστήματα

Ο Ζελένσκι επανέλαβε ότι η Ουκρανία χρειάζεται συνεχή στρατιωτική ενίσχυση από τις Ηνωμένες Πολιτείες, προκειμένου να διατηρήσει την πίεση στη Ρωσία.

Όπως είπε, το Κίεβο ζητά από την Ουάσινγκτον όχι μόνο πυραύλους Tomahawk, αλλά και άλλα προηγμένα οπλικά συστήματα που μπορούν να αξιοποιηθούν χωρίς εκτεταμένη εκπαίδευση.

Ο Ουκρανός πρόεδρος χαιρέτισε την επιβολή νέων αμερικανικών κυρώσεων κατά της Ρωσίας από τον Ντόναλντ Τραμπ, ωστόσο υπογράμμισε πως «δεν αρκούν από μόνες τους» για να εξαναγκάσουν τον Βλαντίμιρ Πούτιν σε διαπραγματεύσεις.

Κατά τον Ζελένσκι, μόνο μια συνδυασμένη στρατηγική κυρώσεων και στρατιωτικής αποτροπής μπορεί να ωθήσει τη Μόσχα να καθίσει στο τραπέζι. «Δεν χρειάζεται καν να χρησιμοποιήσουμε τα όπλα αυτά – η ύπαρξή τους αρκεί για να λειτουργήσει αποτρεπτικά», σημείωσε χαρακτηριστικά.

Τι είπε για την Κίνα

Σχολιάζοντας τις διεθνείς εξελίξεις, ο Ουκρανός πρόεδρος εξέφρασε αισιοδοξία για την επικείμενη συνάντηση Τραμπ – Σι Τζινπίνγκ, εκτιμώντας ότι θα μπορούσε να συμβάλει στη μείωση της κινεζικής εξάρτησης από το ρωσικό πετρέλαιο.

Μια τέτοια εξέλιξη, είπε, θα αποτελούσε «σοβαρό πλήγμα στα ρωσικά έσοδα» και θα ενίσχυε τις διεθνείς πιέσεις προς το Κρεμλίνο, δημιουργώντας πιο ευνοϊκές συνθήκες για την επίτευξη μιας βιώσιμης εκεχειρίας.